"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


26 Σεπ 2013

Κάποτε, έφτιαξα ένα παραμύθι…




[Κάποτε, έφτιαξα ένα παραμύθι με αγάπη και για της αγάπης το μοναδικό…
Όμως πέρασε ο καιρός και έφθασε η στιγμή, το παραμύθι, της αγάπης την μοναδικότητά να μοιραστεί. Έτσι, αν σε όλους μπει και μέσα απ’ τα ταξίδια του διασκορπιστεί και τον κύκλο του τελέσει, τότε, στα σίγουρα, πιο δυνατό ξανά θα εμφανιστεί… Και μεγαλόπρεπα, η ομορφιά του, μέσα μου θα διαπεράσει και της ψυχής μου την φωνή, εκείνη την άλλογη και μαγική, με χάδια θα γεμίσει…] 



Η νότα που δεν είχε όνομα.

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήτανε μια νότα… Δεν είχε όνομα, μια μικρή νότα ήταν μόνο που ζούσε και κατοικούσε σε μια γωνίτσα της τρίτης σειράς ενός πενταγράμμου.

Ζούσε μονάχη της και μέσα στον δικό της κόσμο, όμως πολλές φορές πήγαινε κοντά στις άλλες νότες για να τις πειράξει και να τις κάνει να γελάσουν.

Κάθε φορά που το ‘κανε αυτό, η μικρή νότα έλαμπε από ευτυχία γι’ αυτό κι αχόρταγα, συνέχιζε χαμόγελα να μοιράζει και όλες τις νότες, όλη την ώρα, να τσικλάει… Της άρεσε το παιχνίδι αυτό καθώς δεν ένιωθε πια μόνη, είχε τους φίλους της και την αγάπη της, ωσάν μικρά δωράκια, απλόχερα να δίνει και τις νότες, με ομορφιά όλη την ώρα να τις ντύνει.

Κάπως έτσι πέρναγαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και οι άλλες νότες συνήθισαν της μικρής νότας τα πειράγματα και τις δυνατές της αγκαλιές. Μόνο κάπου, κάπου το Σολ άρχισε να γκρινιάζει και όταν την έβλεπε από μακριά, με χοροπηδητά να πλησιάζει, μουρμούριζε στις άλλες: «Ωχ… Έρχεται η μικρή τρελή να μας σκαλίσει και την ηρεμία μας, με φωνές και γέλια πάλι να θορυβήσει…». Οι άλλες τότε του έλεγαν με τόνο ήρεμο και στωικό: «άσ’ τηνε μωρέ… Καλό μας κάνει που και που, να μας ξεκουράζει και από της ζάλης, της σύνθεσής μας το μεθύσι, να μας βγάζει…»

Κι αυτό γινότανε κάθε φορά, η μικρή νότα ερχότανε και χόρευε γύρω από το Ντο, το Ρε, το Μι, το Φα, το Σολ, το Λα και το Σι και ποτέ δεν τους άφηνε σε ησυχία, να ζουν, να γελούν και με την αγάπη της ψυχής της κάθε στιγμή να τραγουδούν…

Κάποτε όμως, έφτασε ο καιρός που οι νότες δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν και απ’ της μικρής της νότας τα παιχνίδια, θέλανε μόνο να απομακρυνθούν. Της θύμωναν, την έσπρωχναν, να τους αφήσει ήσυχους… Θέλανε να την διώξουν, το δίχως άλλο, να μην τους ενοχλεί…

Έτσι άρχισαν συχνά να της φωνάζουν πως εκείνοι δουλεύουνε στα σοβαρά, περίπλοκες και δύσκολες συνθέσεις που αδημονούν να μεγαλώσουν και, ενήλικα κονσέρτα, γενναία να γεννήσουν… «Φύγε μακριά, σου λέμε και άσε μας στης ησυχίας μας την πλώρη… Μας περιττεύει το παιχνίδι και το δικό σου χάζι… Περισσεύεις στων ταξιδιών μας, των πλούσιων μουσικών ωκεανών… Δεν το βλέπεις; Είσαι ένα βοτσαλάκι μόνο, ένα τόσο δα μικρό, ασήμαντο και ενοχλητικό…» Της έλεγαν… Μέχρι που κάποτε άρχισαν να μην της δίνουν σημασία, να αδιαφορούν και να παύουν να πιστεύουν στην ομορφιά της. Εκείνη, την τεράστια, που είχε πάντα στην καρδιά της…

Τότε, η μικρή νότα απογοητευμένη και θλιμμένη, πήρε την απόφαση να φύγει και γρήγορα να πάει να κρυφτεί και κανείς να μην δει, πως το χαμόγελο είχε πια από της ψυχούλας της το πρόσωπο σβηστεί… Κανείς, ποτέ να μην την ξαναδεί…

Πέρασε ο χρόνος και οι νότες συνέχισαν να εργάζονται σκληρά και απόλυτα προσηλωμένες, να προσπαθούν να δημιουργούν συνθέσεις μελωδικές και πρωτάκουστα ευγενικές … Όμως μάταια… Όσο σκληρά κι αν προσπαθούσαν, η αρμονία τις ξεγελούσε.  Δεν μπορούσαν πια, σαν άλλοτε να ζωγραφίσουν μουσικές, με εντάσεις και σιωπές που για την μελωδία και την ισορροπία, ήτανε τόσο μα τόσο σημαντικές… Συνέχισαν να προσπαθούν, ξανά, κι απ’ την αρχή ξανά… Όμως το ένιωθαν πως κάτι έλειπε και το έβλεπαν  το άχρωμο, το μύριζαν της μουσικής τους, το άοσμο. Έτσι οι νότες άρχισαν να γέρνουν και να πέφτουν στο κενό, μη μπορώντας να κρατήσουν το βάρος της καρδιάς τους… Ώσπου μια μέρα ακούστηκε το Φα να λέει στο Ρε: «Τι να κάνει, Ρε και που να βρίσκεται, εκείνη η νότα, η μικρή;» «Ποιος ξέρει…», του αποκρίθηκε το Ρε και συνεχίζοντας του λέει, «Όμως πολύ μου έλλειψε… Και μα τον Μπαχ, πολύ θα το ‘θελα να ήτανε εδώ, πάλι κοντά μας»,  «Η καλή μας η μικρή, η παιχνιδιάρα η νότα που όλο να μας πειράζει ήθελε για να γελάμε και μες την ευτυχία όλο και πιο πολύ να κολυμπάμε…» Είπε το Μι… Κι άξαφνα ανασηκώθηκε το Ντο και γρήγορα, κοιτάζοντάς τες, είπε: «Θυμάστε; Θυμάστε τότε, της μελωδίας μας την ευτυχία και την ατέρμονη, την μεγαλόπρεπη, της μουσικής μας την μαγεία;» Και κατάλαβαν… Την διαφορά του τότε με του τώρα, την μουσική που κάποτε έφτιαχναν γεμάτη από χρώμα. Τότε, που του κενού τους το πεντάγραμμο κάλυπταν με  χαμογέλα, γέννημα θρέμμα της μικρής… Εκείνης, της νότας της εξαίσιας, της μαγικής…  

Με μιας, οι νότες  αναθάρρησαν από τον λήθαργο που ήτανε πεσμένες και όλες μαζί άρχισαν να μιλούν και με σχέδιο, να καταστρώνουν τρόπους για να την βρουν. Έπρεπε να ψάξουν για εκείνη τη μικρή νότα, που όνομα δεν είχε, αλλά στην ψυχή της μέσα όλη την αγάπη, αθάνατα κατείχε…

Όμως η αγάπη, η  αστείρευτη που όλα τα προσέχει και τίποτα ποτέ, ποτέ δεν της ξεφεύγει, τους άκουσε και άρχισε ξανά κοντά τους να πηγαίνει και στης καρδιάς τους, τα απόκρυφα, χαμόγελα να σπέρνει.

«Κοιτάξτε… Έρχεται ξανά η νότα, η μικρή… Μας πλησιάζει, κι ολοένα η χαρά σαν παιχνίδι μαγικό να μας κοιτάζει» Αναφώνησε το Λα και όλοι αίφνης γύρισαν να δουν και να αγκαλιάσουν τον απροσδόκητο ερχομό της… Της νότας, της μικρής, εκείνης της τρελής… Όμως, για στάσου… Καθόλου μικρή δεν έμοιαζε… Μπροστά τους έστεκε αγέρωχη, μνημειακή, όλου του κόσμου η ομορφιά που όμοιά της, οι νότες δεν είχαν ξαναδεί και μαγεμένες την πλησίασαν και άρχισαν να την ρωτούνε: «Ποια νότα είσαι εσύ; Είσαι η δικιά μας, εκείνη η μικρή;» Και εκείνη τους απάντησε, κοιτώντας τες ευθεία μες τα μάτια: «Ναι, εκείνη είμαι που νομίζατε μικρή, όμως ποτέ δεν ήμουν, απλά σας άφηνα να το νομίζετε, άλλωστε αυτό, καθόλου δεν με πείραζε… Άλλο ήτανε που με ενοχλούσε, που το όνομά μου, ποτέ, καμιά σας δεν ρωτούσε…». Τότε το Σι, χαϊδεύοντας την, είπε: «Για πες μας το λοιπόν, νότα μας γλυκιά, ποιο είναι το όνομά σου; Να το γνωρίσουμε κι αυτό, όπως γνωρίσαμε και την υπέροχη την ομορφιά σου…»

«Πότε και ποιος σας είπε ότι εγώ, είμαι της μουσικής μια νότα; Δεν είμαι!...

Συναίσθημα είναι το όνομά μου, πότε της λύπης και πότε της χαράς, με πλούτο αστείρευτο την μουσική σας να αγκαλιάζει και σε όλου του κόσμου, τις ψυχές, της ομορφιάς τα χρώματα, θε να μοιράζει…».

Τότε, όλες οι νότες κατάλαβαν τι ήταν αυτό που έλειπε από την μουσική τους, το πιο σημαντικό, εκείνο που έλειπε από την ίδια την ζωή τους… Το συναίσθημα!

Συναίσθημα είναι ο θυμός, συναίσθημα και η αγάπη, ισορροπία μαγική στα πήγαινε και έλα, της ψυχής…

Ψυχή, με το συναίσθημα οξυγόνο, να αναπνέει και πνέοντας να ζει μες της δημιουργίας την αθάνατη την μουσική. 
   

















  








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου