"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


22 Δεκ 2013

Εσύ όμως…





Ξέρω… Υπάρχουνε φορές που είναι θολό το γύρω σου και σε μπερδεύει.
Σε κουράζει του μυαλού το πήγαινε έλα και σαν τον Άμλετ, δύσκολες απαντήσεις να ψάχνεις κάθε τόσο για να βρεις. Ναι, είναι μικρό το μέγεθος στο ρούχο του μυαλού και πώς αυτό να το φορέσεις στο κορμί της ενσυναίσθησης του άπειρου ιδανικού; Ξέρω ρε πρίγκιπα…
Εσύ όμως…
Να μη σταματάς. Να ταξιδεύεις σε πελάγη ανοικτά,
να βυθίζεσαι, να κολυμπάς και να απολαμβάνεις
το ταξίδι μέχρι να φτάσεις στην Ιθάκη της καρδιάς.
Κάποιοι έμαθαν να βάζουνε τρικλοποδιές και σαν το σύνηθες να τις πιστεύουν για αγάπες μοναδικές. Βαδίζουν νευρικά στην αίθουσα του θρόνου τους χαρίζοντας αβίαστα την γελαστή εικόνα τους, μέχρι να κλέψουνε ένα βλέμμα και καταφέρουν στη ψυχή να το φορέσουνε για στέμμα.
Εσύ όμως…
Να αγκαλιάζεις της ζωής μόνο τα απρόβλεπτα
και ανυπότακτα να συνεχίζεις να γελάς
Να μοιράζεις της αγάπης σου τα δώρα μόνο επιλεκτικά.
Ποτέ να μη ξοδεύεσαι στα ασήμαντα και τα δόλια μικρά.
Κάποιοι ψάχνουν τα μάτια τους στα μάτια άλλων,
κάπου να εντυπωθούν μήπως και καταφέρουν με χρώματα να ονειρευτούν.
Και όταν κάποτε απογοητευτούν τρέχουν στο μαύρο τους μέσα, μονάχοι και μακριά από όλους να κρυφτούν.
Εσύ όμως…
Μάθε να γυρεύεις και να αντιστέκεσαι είτε στο μαύρο, είτε στο γκρι.
Στο λέω ρε πρίγκιπα,
το μαύρο δεν αντέχει γιατί το φως είναι πάντα πιό πολύ
και το λευκό όλα τα χρώματα μέσα του τα περιέχει.
Για κάποιους, η καρδιά γίνεται χάδι σε σώματα τραχιά που τους πληγώνει και τότε το πάθος της ψυχής τους μόνο σε θυμό μεταμορφώνει. Χτυπιούνται με μανία στο τοίχο της σκιάς τους, να τιμωρήσουν και να τιμωρηθούν με μια ελπίδα κάποτε από την αρχή να γεννηθούν.
Εσύ όμως…  
Να είσαι ορμητικός και πάντα ανήσυχος
Να χτυπάς και να ματώνεις, να μη φοβάσαι
Να κουράζεσαι και να ιδρώνεις
Να μιλάς δυνατά, μα όχι κραυγαλέα
Να κάνεις τρέλες, μα όχι τρελά
Σύμφωνοι ρε πρίγκιπα;
Να αφουγκράζεσαι, να γεύεσαι, να ξεσπαθώνεις
και πάντα της ψυχής σου το ανάστημα με θάρρος να ψηλώνεις.
Να χαμογελάς με αρχοντιά και σαν μικρό παιδί
με φόρα να πέφτεις στη φωτιά,
στα παιχνίδια της ζωής τα μαγικά
Να ακούς με υπομονή και να κοιτάς προσεκτικά,
λίγο με το νου και πιότερο με την καρδιά
Αν δεν σου δίνεται το σ’ αγαπώ, να μη το ζητιανεύεις
καλύτερα είναι να το κλέβεις,
να το μοιράζεις στους "φτωχούς" λίγο κι αυτοί να ξεδιψούν
όταν απ’ το νέκταρ του θα πιούν
Να τραγουδάς και σαν γιορτή τα όμορφα να τα μεθάς
Κυρίως όμως να πετάς, να πετάς όσο πιο ψηλά μπορείς.
Κι αν δεν βλέπεις ουρανό, φτιάξε τον εσύ.
Να, πάρε λίγο μπλε…
Κι αν κάποτε σου τελειώσει, να μη σε νοιάζει,
εγώ είμαι εδώ…
Θα κλέψω λίγο απ’ των ματιών μου το βαθύ το γαλανό
και από της θάλασσας το μπλε νερό.
Θα στα δώσω, δικά σου να ‘ναι
να ζωγραφίζεις αμέτρητα τα βήματά σου
και να ‘χεις για περίσσευμα στην αγκαλιά σου
για τον μοναδικό, τον δικό σου ουρανό
Σύμφωνοι ρε πρίγκιπα;



15 Δεκ 2013

Ο άνθρωπος που μεγαλώνοντας έγινε ανθρωπάκι.



Saùl Landell


Κάπου γίνεται ένας πόλεμος. Κάθε μέρα άλλωστε γίνονται μικροί και μεγάλοι πόλεμοι, ορθόδοξοι ή ανορθόδοξοι. Ορίστε λοιπόν μία εκσυγχρονισμένη αλήθεια, άνθρωποι δίχως ψυχή, κουφάρια άδεια που πνίγουν με την δυσοσμία τους προσφέροντας μια καθημερινή βουβή ισοπέδωση. Απομυζούν αχόρταγα την ομορφιά που έχει μείνει σε κάποιους, την όποια καθαρότητα ψυχής, μοιράζοντας απλόχερα ξεφτισμένες πραγματικότητες και ξεφτισμένα συναισθήματα.  
Κάπως έτσι φθάνουμε να παλεύουμε σαν ψάρια έξω απ’ το νερό στην προσπάθειά μας να αντισταθούμε. Ποιος όμως είναι ο στόχος; Γιατί κάποιος να αγωνίζεται; Για το καθάριο συναίσθημα, για την ευτυχία, για τον έρωτα, για τον πλούτο ή για την πληρότητα; Τελικά χορεύουμε σε τεντωμένο σχοινί έχοντας την αγωνία της ισορροπίας μέχρι να φτάσουμε στο πέρας του και να κατακτήσουμε, ο καθένας ξεχωριστά, τον παράδεισό μας. Άνθρωποι ματαιόδοξοι, αδύναμοι και μικρόψυχοι που η απληστία και η αδηφαγία τους φτάνει στον υπέρμετρο βαθμό με κάθε μέσο και τρόπο. Προς τι τόση αγωνία και τόση ανασφάλεια για την επιβίωση;
Ποιος ή τι είναι αυτό που τέλος πάντων θρέφει  και διατηρεί αυτά τα συναισθήματα;
Πως μπορεί κάποιος να προφυλάξει τον εαυτό του από την παγίδα μιας καθοδηγούμενης κοινωνικής ταυτότητας; Από την ρομποτική ταύτιση δηλαδή που "κάποιοι" έχουν την δύναμη να σου ορίσουν ή τουλάχιστο νομίζουν ότι έχουν.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ έλεγε πως "Αν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του κύριο των άλλων, δεν παύει να είναι πιο σκλάβος απ’ αυτούς". Ποιος όμως δίνει σημασία σε θεωρίες;
Θα σου πουν, εδώ φίλε μου είναι η πραγματικότητα, η ζωή! Μια ζωή που όλα τρέχουν, που δεν προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα, δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα.
Ανασκαλεύουν τους πόθους σου και βρίσκουν τις πιο βαθιές σου επιθυμίες, σε κατακλύζουν με χιλιάδες εικόνες ονειρικές, σου δείχνουν, έτσι απλά, αυτά που θα μπορούσες να έχεις, αυτά που θα μπορούσες να αποκτήσεις, τονίζοντας με αυτόν τον τόσο ύπουλο τρόπο, την μιζέρια σου φτωχέ μου άνθρωπε.
Κάπως έτσι παίρνεις την μεγάλη απόφαση και περνάς την μεγάλη πόρτα του συστήματος, εκείνου που "κάποιοι" όρισαν για σύστημα και τους ρωτάς τι είναι αυτό που πρέπει να κάνεις για να έχεις όλα εκείνα που ποθείς που επιτέλους θα σε εντάξουν στην χώρα του Παραδείσου.
Τότε "εκείνοι" σε καλωσορίζουν τρυφερά, γεμάτοι αγάπη και σου προσφέρουν ένα ξεκίνημά δίδοντας σου ένα μικρό σποράκι. Σου λένε πως άμα δουλέψεις και είσαι επιμελής αυτό το τόσο δα σποράκι θα μεγαλώσει και θα γεννήσει και ένα δεύτερο.
Ο ενθουσιασμός σου είναι ασυγκράτητος καθώς όχι μόνο πείθεσαι γι’ αυτό αλλά  αδημονείς μάλιστα για την εξασφάλιση του πλούτου σου.
Έτσι φτωχέ μου άνθρωπε ξεκινάς δουλειά, με υπομονή και ζήλο αγωνίζεσαι για την καλύτερη φροντίδα αυτού του σπόρου, του μοναδικού, κυρίως όμως για να αποκτήσεις και έναν δεύτερο.
Όταν κάποτε φθάνει η στιγμή που οι κόποι σου δικαιώνονται, με περίσσια χαρά τρέχεις να δείξεις το κατόρθωμά σου ώστε να ανταμειφθείς γι’ αυτό. Να αποκτήσεις τέλος πάντων όλα αυτά που κάποτε απλόχερα σου παρουσίασαν σαν μελλοντικά δικά σου. Αντ’ αυτού "εκείνοι" όχι μόνο δεν σου δίνουν τίποτα, αλλά σου παίρνουν, ωσάν αρπακτικά, τον δεύτερο σπόρο που με τόσο κόπο είχες καταφέρει να φτιάξεις και φορώντας το πιο αστραφτερό τους χαμόγελο σου λένε: "Συγχαρητήρια! Εύγε! Τώρα πια ενταχθήκατε στο σύστημά και πραγματικά έχετε πολλές δυνατότητες να γίνεται ένας πλούσιος άνθρωπος…"
Λέγοντας αυτά και αφήνοντας σε πάλι στην αρχή, με το ένα και μοναδικό σποράκι, σου τονίζουν, με ιδιαίτερη έμφαση, πως τώρα πια είσαι κάτι! Αφού κατάφερες τον ένα σπόρο να τον κάνεις δύο τότε μπορείς να κάνεις τα πάντα. Μπορείς δηλαδή με λίγη παραπάνω δουλειά να αποκτήσεις τρεις, τέσσερις και ω, τι ευτυχία ακόμα και πέντε ολόδικούς σου σπόρους! Όμως, συνεχίζουν, "Για να το καταφέρεις αυτό δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις να δουλεύεις σκληρά, φτωχέ μου άνθρωπε. Βλέπεις, εκείνο που έχει ύστατη σημασία είναι το σύστημα, μόνο εκείνο να έχεις στο μυαλό σου, εκείνο που σε αγκαλιάζει τόσο σφιχτά και σχεδόν σε πνίγει με την θαλπωρή του, εκείνο είναι που κάποτε θα σε ανταμείψει για την εργατικότητα και αφοσίωσή σου, θα το δεις…"  Τότε εσύ, κακόμοιρε, που μετά βίας αναπνέεις και προσπαθείς να σταθείς στα πόδια σου, ξεκινάς αδιαμαρτύρητα πάλι απ’ την αρχή ενώ είσαι σχεδόν σίγουρος πως αν δουλέψεις πιο σκληρά, αν ματώσουνε τα χέρια σου, η ψυχή σου ολάκερη, τότε μπορεί να αποκτήσεις όχι μόνο πέντε αλλά δέκα ολόκληρους σπόρους!
Με αυτόν τον τρόπο, σκέφτεσαι, πως θα μείνουν ευχαριστημένοι και "εκείνοι" που ορίζουν την ταυτότητά σου στο σύστημα και εσένα θα σου μείνουν έστω οι μισοί καρποί του κόπου σου, τους οποίους θα μπορείς ίσως να διπλασιάσεις ξανά και ξανά και ξανά…
Έτσι κάνεις τα πάντα φτωχέ μου άνθρωπε, γίνεσαι άπληστος, τόσο που διατίθεσαι να χάσεις και την ψυχή σου. Σιγά σιγά ανακαλύπτεις αυτό που πάντα ήσουν, αλλά δεν το γνώριζες, ένα ρομπότ, φτιαγμένο από τα πιο προηγμένα τεχνολογικά υλικά…
Κάπως έτσι πέρασε ο καιρός, χρόνια ολόκληρα, ανεπιστρεπτί.
Όσο περισσότερους σπόρους έφτιαχνες, τόσο περισσότερους σου άρπαζαν. Αυτό ήταν το τίμημα βλέπεις και ήσουν υποχρεωμένος να το πληρώνεις δια βίου προκειμένου να παραμείνεις ενταγμένος στο σύστημα.
Κάποτε όμως έφθασε η στιγμή που άρχισες να σκουριάζεις. Εκείνα τα άλλοτε προηγμένα υλικά από τα οποία νόμιζες πως είσαι καμωμένος, πάλιωσαν.
Σκούριαζες λοιπόν, ξέφτιζες, κομμάτια ολόκληρα έπεφταν σε κάθε σου κίνηση, ακόμα και σε κάθε σου σκέψη. Τελικά είχες ημερομηνία λήξης κι ας νόμιζες πως ήσουν αθάνατος… Ήσουν απλώς αναλώσιμος.   
Τότε συνειδητοποίησες πως έφτασε ο καιρός σου, αργόσβηνες και τι ειρωνεία, δεν σου είχε απομείνει τίποτα. Ένας φτωχός κακομοίρης ήσουν που έδινε τα πάντα στο σύστημα για να σε προστατεύει, για να μην είσαι μόνος. Κι όμως φτωχό μου ανθρωπάκι που κάποτε γεννήθηκες άνθρωπος, ήσουν πιο μόνος από ποτέ.
Έτσι, ξεκίνησες τρικλίζοντας και κρατώντας σχεδόν την τελευταία σου ανάσα για να ρωτήσεις "εκείνους" τι ήταν αυτό που τώρα πια θα σου απέμενε να κάνεις, τώρα που το τέλμα της ζωής σου ήταν κοντά…
Σε υποδέχτηκαν με μεγαλοπρέπεια, μες σε φαντασμαγορική γιορτή και φορώντας το πιο αστραφτερό τους χαμόγελο. Εσύ θαμπωμένος και αποσβολωμένος προσπάθησες να τους εξηγήσεις πως χρειαζόσουν την βοήθειά τους.
Επιτέλους, σκεφτόσουν, είχε φθάσει ο καιρός να σε ανταμείψουν και αδημονούσες… Αν όχι τώρα, λίγο πριν το τέλος, τότε πότε;
"Εκείνοι", με το χαμόγελο πάντα κολλημένο στα χείλη τους, άρχισαν να σε επευφημούν και γρήγορα έσπευσαν να σου ανακοινώσουν τα ευχάριστα νέα:
"Δεν χρειάζεται πια να ανησυχείτε για τίποτα! Εμείς, το σύστημα, θα φροντίσουμε για όλα. Το κράτος που όλη σας την ζωή πιστεύατε τυφλά σε αυτό, έφθασε ο καιρός να σας ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Μετά μεγάλη μας τιμής λοιπόν σας ανακοινώνουμε την προσφορά της πιο μεγαλόπρεπης και αξιοσέβαστης… Κηδείας που έγινε ποτέ!  Το πιο υπέροχο δε, απ’ όλα, είναι πως δεν χρειάζεται να πληρώσετε απολύτως τίποτα! Έφθασε ο καιρός επιτέλους να ανταμειφθείτε και εσείς φτωχό, καλό μας ανθρωπάκι!!!!"  


Μια μέρα, καθώς έψαχνα τα μπλοκάκια και τις σημειώσεις μου, ανακάλυψα αυτό το κείμενο που κάποτε είχα γράψει. Η ημερομηνία επάνω έλεγε Μάρτιος 1995.
Δεκαοχτώ χρόνια πριν, Χμμμ… Κι όμως, τόσο επίκαιρο… Δεν νομίζεις; 
 

10 Δεκ 2013

Neverland



Photographer: Jenna Westra


Άλλωστε δεν είμαι άνθρωπος εγώ, ένα ξωτικό είμαι μόνο
που ποτέ κανείς στα αλήθεια δεν με βλέπει.
Κάποτε ελάχιστοι μπορεί να με δουν, όμως και αυτοί, στέκουν
αποσβολωμένοι στην θέα της σκληρής θλιμμένης μου μορφής.
Αδυνατούν να με διαβάσουν, να ακούσουν τους ήχους της σιωπής μου.
Αδυνατούν να αφουγκραστούν την μελωδία τις ψυχής μου, που κάποτε γίνεται κραυγή.
Μία κραυγή που με γδύνει και γυμνη με περιφέρει,πότε εδώ και πότε ‘κει 
μήπως και τότε, κάποιος καταφέρει να με δει.
Και πάλι, δεν γίνεται αλλιώς, αφού δεν είμαι άνθρωπος, ένα ξωτικό είμαι μόνο, 
ένα αερικό που ποτέ κανείς στα αλήθεια δεν με βλέπει.
Έτσι πρέπει, για αυτό είμαι καμωμένη, να χαϊδεύω τις κλειστές καρδιές, 
να τις ανοίγω και για λίγο μέσα τους να κολυμπώ για να μοιράσω ζεστό το σ’αγαπώ.
Ύστερα, τις αφήνω ελεύθερες και τρέχω πάλι να κρυφτώ στο γνώριμο, 
το δικό μου, της ψυχής το μυστικό. Εκείνο το μυστήριο της μοναξιάς μοναδικό.
Υπάρχουνε φορές που αναρωτιέμαι τι ψάχνω για να βρω, πως και τι δικαίωμα μπορεί να έχει ένα ξωτικό; Έτσι, σαν το παραμύθι, με μανία, όλο την σκιά μου κυνηγώ, στα χέρια να την πιάσω και μαζί της, επιτέλους, να ενωθώ…
Τότε είναι που πεισμώνω και καταστρώνω σχέδια μεγάλα. 
Κάποτε στήνω δελεαστικά και όμορφα παιχνίδια, του ονείρου μεγαλόπρεπα ταξίδια.
Άλλοτε πάλι, σαν το ζιζάνιο αρχίζω να ενοχλώ, τσιγκλάω, γαργαλάω και αφόρητα τσιμπάω. Σκέφτομαι, πως ίσως καταφέρω να ξυπνήσω κάποιους, να τους βγάλω από το λήθαργο της πλάνης του εύκολου καιρού.
Να καταβρέξω τις αισθήσεις, μήπως και από την παρατεταμένη ζάλη τους σωθούν και αλώβητοι καταφέρουνε να βγουν. 
Όμως εκείνοι μου θυμώνουν και με γρήγορες κινήσεις διώχνουν τον καπνό, τον δικό μου εαυτό. 
Τι κι αν τον μυρίζουν, δεν θέλουν ποτέ να τον αγγίξουν και στην αγκαλιά τους να το σφίξουν.
Μα είσαι καπνός, θα πουν, που χάνεται κι ούτε στιγμή δεν κάθεται…
Οπότε φεύγω κι εγώ, άλλο να μην τους ενοχλώ. Κάνω βόλτες, πότε μέχρι τα σύννεφα πετώ, πότε βουτάω μες’ της θάλασσας τον απόκοσμο βυθό και περιμένω. 
Περιμένω μήπως έρθει ο καιρός και καταλάβουν πως η φωτιά δεν καίει μόνο αλλά ζεσταίνει κιόλας. 
Να καταλάβουν πως η αγάπη όλα τα μπορεί και πως μόνο εκείνη, την ψυχή μας μεγαλώνει.
Τα άπιαστα, έτσι απλά και μαγικά με μιας μεταμορφώνει. Όλα τα αλλάζει και τα μετουσιώνει. Ακόμη και την σκόνη, κάποτε, σε δημιουργικό πηλό, μόνο της αγάπης, η Θεϊκή πνοή, έδωσε μορφή. Της αγάπης.
  
Όμως, τι ξέρω ‘γω; Ένα άπιαστο αερικό, ένα τόσο δα, αλλοπαρμένο ξωτικό;…  

  

7 Δεκ 2013

Camille Claudel (1864 -1943)







"Έδειξα στη Camille που να ψάξει για χρυσό, εκείνη όμως τον βρήκε μέσα της."

Auguste Rodin

Αναρωτιέμαι… 
Αλλάζουν οι καρδιές ανάλογα την εποχή; Ήταν διαφορετικά τα αισθήματα και το βύθισμα στην άβυσσο των ερώτων και παθών;  
Η έξαρση, η ανάταση όμοια και συνώνυμα της λυτρωτικής δημιουργίας των τεχνών;
Νομίζω πως όχι, δεν αλλάζουν ούτε στον έρωτα ούτε στην δημιουργία.
Έρωτας και δημιουργία. Πόσο αυτά τα γιγάντια θεϊκά αισθήματα συμπυκνώνονται στην προσωπικότητα και την τέχνη της Καμίλ Κλοντέλ…
Αδιαμφισβήτητα ήταν μία προσωπικότητα που ενοχλούσε την αδιάλλακτη κοινωνία της εποχής της. Είτε στον κόσμο των τεχνών όπου το έδαφος ήταν ιδιαίτερα πρόσφορο για διακρίσεις εις βάρος των γυναικών-καλλιτεχνών, είτε έρχονταν σε σύγκρουση με την συντηρητική της οικογένεια που ντρεπόταν για τη συμπεριφορά της, είτε ακόμη και για τον έρωτά της. Αντ' αυτών εκείνη όχι μόνο δεν σκύβει το κεφάλι, αλλά προκαλεί, διεκδικεί, χλευάζει και δημιουργεί την δική της τεχνοτροπία μέσα από εξαιρετικά έργα με κολοσσιαία επίδραση στον χώρο των πλαστικών τεχνών.
Καταλυτικός παράγοντας στην ζωή και το έργο της, θα σταθεί ο έρωτάς της με τον Ροντέν. Η Καμίλ διαισθάνεται ότι αυτός είναι ο μοιραίος άντρας της ζωής της, ο παράδεισος ή η κόλασή της… Η σχέση που αναπτύσσει μαζί του δεν θα μπορούσε παρά να την επηρεάσει, τόσο ψυχολογικά όσο και στην τέχνη της, κάτι που αποτυπώνεται μέσα από την παθιασμένη εκφραστικότητα και την έμφαση που δίνει στο γυμνό. Ο έρωτας, της δίνει δημιουργικά φτερά 
αφού αγγίζει με τα μαγικά της δάχτυλα το χέρι του Θεού 
που δίδει πνοή στα μεγαλόπρεπα έργα της.   


Ο Ροντέν μαγνητίζεται από το ταλέντο και την προσωπικότητά της και η επιρροή που ασκεί επάνω του είναι σφοδρή, τόσο στον ψυχισμό του όσο και στο έργο του γλύπτη. Γίνεται η μούσα του, η φίλη του, η έμπνευσή του, η ερωμένη του, η θεά του. Την θαυμάζει, την αγαπά και την μισεί ταυτόχρονα.

Τόσο καταλυτική η επιρροή της στο μυαλό και την καρδιά του, τόσο απόλυτα συνδεδεμένη ήταν η ζωή του με την δική της… 

Τόσο που δεν το άντεχε,που κάποτε έβρισκε τρόπους να την πληγώνει, πότε με άλλα πρόσωπα, πότε με την ζήλια του, πότε με τον εγωισμό του, πότε με την αδιαφορία του. Σπασμωδικές και πεισματικές αντιδράσεις για την πλασματική του σωτηρία, όταν η πραγματική του σωτηρία ήταν μόνο εκείνη και μέσα του το ήξερε, όπως φάνηκε μετά…  

Πολυτάραχη και θυελλώδης η σχέση τους που θα άφηνε τα χνάρια της στο έργο και των δύο καλλιτεχνών. Η Κλοντέλ ήθελε να φύγει μακριά του, την πονούσε, δεν άντεχε. Έφευγε και κάθε φορά ξαναγυρνούσε, ξανά και ξανά. Κάποτε η ίδια της η αδυναμία για εκείνον, έγινε δύναμη και απομακρύνθηκε από κοντά του –ποτέ όμως αληθινά- . Μέσα από τα ατελείωτα γράμματα που αντάλλασσαν οι δύο τους διακρίνεται ο χαρακτήρας, η δύναμη και το πάθος της σχέσης τους. Φαίνεται πως ο Θεός της τέχνης είχε χαρίσει στην Καμίλ Κλοντέλ εκτός από το ταλέντο να δίνει μορφή και κάλλος στις ιδέες της, τη δυνατότητα να εκφράζει τις σκέψεις της με λόγο καθαρό και αξιοθαύμαστο.
Την περίοδο της απομάκρυνσής της, γαντζώνεται κυριολεκτικά απ’ την δουλειά της, μένει για πολλές ώρες και μέρες μέσα στο εργαστήριό δουλεύοντας εξαντλητικά. Η επόμενη δεκαετία μέλει να είναι η παραγωγικότερη της καριέρας της.
Την αποκαλούν «ιδιοφυΐα», αναγνωρίζοντας στο έργο της «γλυπτά που αψηφούν τη βαρύτητα», εντυπωσιάσει η αποτύπωση της στιγμής στα έργα της, ο εγκλωβισμός της φευγαλέας εντύπωσης μιας χειρονομίας ή ενός νεύματος. Ο κόσμος της τέχνης είναι πια στα πόδια της.








Όμως στην προσωπική της ζωή παραμένει δυστυχισμένη
αφού ο χωρισμός από τον έρωτα της ζωής της, 
της στοιχίζει καθοριστικά. 
Ταυτόχρονα οι πολυπόθητες παραγγελίες από συλλέκτες δεν έρχονται ποτέ στον αριθμό που θα δικαιολογούσε το ασύλληπτο
ταλέντο της ενώ η αντιδραστικότητά της στον πουριτανισμό της εποχής την κλείνουν περισσότερο στον εαυτό της.  
Αρχίζει να αποσύρεται από τον κόσμο, σταματά να εκθέτει σε γκαλερί  και ζει σε σχετική απομόνωση ενώ η οικονομική της κατάσταση ολοένα και χειροτερεύει.  
Ο Ροντέν προσπαθεί να την ενισχύσει οικονομικά αλλά εκείνη δεν δέχεται.Έτσι τόσο οι οικονομικές δυσχέρειες που την εμποδίζουν να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στηνεργασία της όσο και ο χωρισμός της με τον Ροντέν, την κάνουν αντιδραστική, παράξενη επιθετική ακόμη περισσότερο εύθραυστη. 
Μόνη της, εκεί, στο εξαθλιωμένο και παγωμένο δωμάτιο του φωνάζει, συνεχίζει να του μιλά, να τον αγαπά, να τον μισεί, να του θυμώνει για την δειλία της ψυχής του και να του εκτοξεύει κατηγορίες. Κάποιες
φορές καταστρέφει ακόμα και τα ίδια της τα έργα…                      

Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει την ευαισθησία της, την κουτσομπολεύει και την αντιμετωπίζει επιφυλακτικά.
Αποκορύφωμα όλης αυτής της κατάστασης θα σταθεί ο εξαναγκαστικός εγκλεισμός της σε ψυχιατρείο από την ίδια της την οικογένεια με την ετυμηγορία της τρέλας, κάτι που αμφισβητήθηκε πολλάκις από τους γιατρούς.

Όμως οι οικείοι της την αντιμετωπίζουν χωρίς επιείκεια και εφησυχάζουν μετά τον εγκλεισμό της στο άσυλο. Στερημένη από μια φυσιολογική ζωή, την ζέστη, το φαγητό, την ανθρώπινη επαφή και κυρίως την τέχνη της, η Καμίλ πηγαινοέρχεται μεταξύ της απόλυτης απόγνωσης και μιας παράλογης ελπίδας ότι κάποτε θα βγει από την φυλακή της, μεταξύ της άρνησης της κατάστασης της και της προσπάθειας να συμφιλιωθεί μαζί της.

Ήταν ξεχασμένη από τους πάντες και σχεδόν ποτέ  δεν πήγαινε κανείς να την επισκεφθεί. «∆εν ήρθατε να µε δείτε ούτε µία φορά» γράφει στους δικούς της. Και αλλού: «Είµαι τόσο θλιμμένη που βρίσκοµαι εδώ ώστε δεν μοιάζω πια µε ανθρώπινο πλάσµα». Οι εκκλήσεις των ψυχιάτρων στην οικογένεια για επανένταξη της Καμίλ στην κοινωνία θα πέσουν στο κενό και η ίδια δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το άσυλο. Έτσι ξεχασμένη, έπειτα από 30 χρόνια εγκλεισμού, η Καμίλ Κλοντέλ θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 19 Οκτωβρίου 1943, σε ηλικία 79 ετών. 
Όσο για τον Ροντέν, τον έρωτα της ζωής της, -κάτι που δεν γνώριζε και δεν έμαθε δυστυχώς ποτέ η Κλοντέλ- , περιμάζεψε όλα της τα έργα προστατεύοντας και φυλλάσσοντάς τα, την ίδια στιγμή που πλήρωνε ένα μεγάλο ποσοστό για την κάλυψη της νοσηλείας της. Και ήταν φυσικά από τους λίγους που προσπάθησαν να ανατρέψουν την απόφαση της οικογένειας να την κρατά καθηλωμένη στο άσυλο, χωρίς επιτυχία ωστόσο. Όλα αυτά τα 30 χρόνια, ο Ροντέν συνέχισε να αναπνέει… Όμως μήπως είχε πεθάνει προ πολλού χωρίς εκείνη; Αυτό θα το κρίνεις εσύ…

Εγώ θα πω μόνο τούτο, ο μεγάλος καλλιτέχνης έχει πάντα ένα σημείο αναφοράς πόνου. Κάποιον, κάποια, κάτι υπέροχο ή δύσκολο αλλά πάντα ανομολόγητο, που δεν αποκαλύπτει ποτέ. Δεν μπορεί γιατί τον ξεπερνά, τον τρώει και τον τρέφει ταυτόχρονα, 
τέτοια είναι η δύναμή του. Και η μόνη του λύτρωση είναι η μετουσίωση του άυλου αισθήματος σε δημιουργία. Η μετουσίωση σε μορφή απτή, ώστε να μπορεί να αγγίξει, να μυρίσει και να αγκαλιάσει το ανομολόγητό του… 
Ο Ροντέν κατάφερε τελικά να την έχει για πάντα κοντά του αφού τα έργα της στέκουν δίπλα απ’ τα δικά του, στο μουσείο Ροντέν. Ελεύθεροι και ενωμένοι οι δύο τους πια, μας κοιτούν με εκείνο το ερευνητικό βλέμμα του καλλιτέχνη από εκεί, απ’ τον παράδεισο των αθανάτων της τέχνης… 


(Γράμμα του Ροντέν προς την Καμίλ)
"Το φτωχό μου μυαλό έχει αρρωστήσει στ’ αλήθεια και δεν μπορώ πια ούτε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι τα πρωινά. Χτες το βράδυ περιπλανήθηκα για ώρες στο αγαπημένο μας μέρος και δεν ήσουν εκεί.
Ο θάνατος θα ήταν ευπρόσδεκτος, η αγωνία μου είναι τεράστια. Γιατί δεν με περίμενες στο στούντιο μας; Πού πας; Τι πόνο ακόμα μου επιφυλάσσει η μοίρα; Camille, είσαι η αγάπη μου, παρόλες τις δυσκολίες. Γιατί δεν πιστεύεις ότι θα τα εγκαταλείψω όλα για σένα;
Αχ να μπορούσα να πάω αλλού, σε άλλη χώρα κάπου για να ξεχάσω. Υπάρχουν στιγμές που στ’ αλήθεια πιστεύω ότι θα σε ξεχάσω, αλλά την επόμενη στιγμή, νιώθω τη φοβερή δύναμη που ασκείς πάνω μου.
Λυπήσου με. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Είμαι στα πρόθυρα της τρέλας.
Camille μου, σε διαβεβαιώνω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ έτσι για καμία άλλη γυναίκα κι ότι η ψυχή μου σου ανήκει. Όλα τα άλλα μου είναι αδιάφορα. Συντηρώ καταστάσεις για τις οποίες νιώθω αδιαφορία. Μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις".
Augist Rodin

1886, Circa