"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


27 Νοε 2013

The Unknown…



photographer: Stefan Gesell

O Ίμερος θεός, της καρδιάς μου ερμηνευτής,
στα μυστήρια του σκοταδιού μου στέκει πολιορκητής και τα άυλα ηδονικά σημάδια της ψυχής,
στα μάτια μου, πάντα μα πάντα φανερώνει εκείνα τα αφανή…
Εμπρός, πίσω να χορεύω, ακροβατώντας στη λεπτή γραμμή,
των ποθούμενων τα προσφιλή και όλο να προσεύχομαι αλκοολική αγάπη να φανεί,
της ζωής  της στράτας μου το βάδην
με τη μέθη του έρωτα, αθάνατα να σφραγιστεί και η πορεία μου να οριστεί…
Πλευρά μου σκοτεινή,
του φεγγαριού της νύχτας  μόνο φωτεινή,
άσε με και μη με παρασύρεις άλλο στις ηδονές του νου
που σαν νεράιδες κρυφά με αγκαλιάζουν και βασανιστικά ,
όλο θέλουν, το κορμί να εξουσιάζουν…
Πλευρά μου σκοτεινή,
στάσου λίγο και άλλο μη με (βια) ζεις
το άλλο πρόσωπο της διάπυρης ψυχής όταν μου βγάζεις,
μ’ αφήνεις ενεή με την παραφορά της και με τρομάζεις… 
Τρέμω μη και χαθώ στο λαβύρινθο της σκέψης
που έκφυλο μυστήριο χαμόγελο μου φτιάχνει και όμοια με σάτυρο με ομοιάζει
τότε, τον εαυτό μου να ορίσω άλλο δεν μπορώ,
σαν μεθυσμένη μαριονέτα αφήνομαι στων αισθήσεων τη ζάλη
και αχόρταγα υποταγμένη, μόνο σε εκείνες
θέλω να ‘μαι δολωμένη…
Γι’ αυτό κάποτε, τα μάτια χαμηλώνω,
μη και το βλέμμα εύκολα με μαρτυρήσει και τα αδιάνοικτά μου τα σκορπίσει
αφού με το χρώμα τους, την έξαρση των πόθων
κάθε τόσο ζωγραφίζει, ολόγυμνη με θέλει και την ερωτική μου τη ψυχή ανήλεα εκθέτει…
Κρύβομαι στης σκιάς μου την γωνιά και με τα χέρια με κρατώ να μη φανώ
πως είμαι δέσμια του Έρωτα,
τον ξακουστό γιό, τον αιώνιο εκείνο, της νυκτός θεό
που τη μορφή του, παιχνιδιάρικα στα πύρινα τα μάτια σχηματίζει
και τα απόκρυφά μου, της ψυχής τα μυστικά μου,
ξεδιάντροπα  φωτίζει…
Μόνη σωτηρία η εμμονή, της τέχνης ισχυρή
να ζωγραφίζω το λίκνο της ζωής και σε κάθε πινελιά, να φυλακίζω
το φως και το σκοτάδι όλων των πόθων μου το χάδι.  






(Αγαπημένο) από "Sleepwalkers" / Stephen King.







17 Νοε 2013

Λούφα και… Παρ-ανάλωμα






Τα παιδιά χαμογελάνε ή είναι ιδέα μου???
Φωτογραφία του 1946 (United Nations Archives)



Συχνά, τον τελευταίο καιρό, σκοντάφτω σε μία λεξούλα που εύκολα ξεστομίζεται από πολλούς και ιδιαίτερα νέους ανθρώπους… "Βαριέμαι!"
Μέχρι και σε κάποιον τοίχο το είδα γραμμένο, ξέρεις… Όπως το "Βασανίζομαι".
Έτσι, μετά από: "Πάμε καμιά βόλτα;"  "Βαριέμαι…" 
"Κοίτα ρε παιδί μου πόσο αποξενωμένοι είναι οι άνθρωποι μεταξύ τους, δεν υπάρχει επικοινωνία, μόνο αδιαφορία και…"  "Βαριέμαι…"
"Τι μαγείρεψες;" "Βαριέμαι!"
"Πάμε να χαζέψουμε ‘κανά βιβλίο;" "Βαριέμαι…"
"Που λες, βλέπεις στα μπαράκια πολλούς άντρες μόνους και πολλές γυναίκες μόνες και το φλερτ, ανύπαρκτο, πολύ ανασφάλεια και φόβ…" "Βαριέμαι…"
"Πήγαινε ρε να χτυπήσεις πόρτες, να μοιράσεις βιογραφικά, να ψάξ…" "Βαριέμαι…"
"Τι ωραίο που είναι να είσαι ερωτευμένος…" "Βαριέμαι…"
Λοιπόν, η ίδια απάντηση… Αφού έχω αρχίσει να φοβάμαι πως με το "Πως σε λένε;" Θα λάβω το… "Βαριέμαι…"
Τι έγινε ρε παιδιά; Είναι άραγε η φράση-σλόγκαν της εποχής; 
Ναι, ναι… Ξέρω, διανύουμε μια δύσκολη εποχή με οικονομική ανέχεια, συσσωρευμένα προβλήματα, απαξίωση, χωρίς οράματα και εν δυνάμει ενέργειες, με πλήρη απουσία της κοινωνικοπολιτικής μέριμνας και όλα αυτά συμπυκνώνονται σε μια τεράστια απογοήτευση. Ουφ…
Και;… Η απάντηση κερασάκι, σε όλα αυτά είναι… Βαριέμαι;
Χμμ… Ας κάνω τώρα μία μεγάλη παρένθεση γυρίζοντας για λίγο πίσω στον χρόνο.
Κοίτα… Δεν έζησα την μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα… Αναρωτήθηκα λοιπόν, πως μπορεί να ένιωθαν οι άνθρωποι τότε, όχι μόνο κατά την διάρκεια ενός τρομαχτικού πολέμου, αλλά κυρίως στο τέλος του… Την επόμενη ημέρα.
Την επόμενη ημέρα, όταν γύρω τους υπήρχε μόνο η μυρωδιά του θανάτου, χωρίς δουλειά, χωρίς -εννοείται- λεφτά και με το στομάχι να πονάει από την πείνα…
Λίγα πράγματα γνωρίζω κι αυτά από ιστορίες-περιγραφές του παππού που μου έλεγε πως στην επαρχία ήταν λίγο καλύτερα, αλλά στην Αθήνα τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα… Έτρωγαν μέχρι και τις λεμονόκουπες.
Τότε λοιπόν -μετά τον πόλεμο- υπήρχαν τα δελτία με τα οποία οι άνθρωποι έπαιρναν λιγοστά τρόφιμα, μέσα από την προσπάθεια του Ερυθρού Σταυρού και παράλληλα το δεύτερο αντάρτικο, το ΕΑΜ και ο Άρης Βελουχιώτης, οι Βρετανοί που ρήμαζαν ότι είχε μείνει όρθιο, οι δωσίλογοι κλπ, κλπ… Είχαμε δηλαδή μετά τον πόλεμο, έναν δεύτερο πόλεμο… Εσωτερικό! Σε συνδυασμό βεβαίως, βεβαίως με το εξωτερικό και την τότε, ας πούμε, κυβέρνηση… Τελοσπάντων, δεν θέλω να πλατειάσω ιστορικά, η ουσία είναι πως δεν μας έφτανε η φτώχεια, η πείνα και οι καταστροφές υπήρχαν και μονίμως κάποιοι κατακτητές τυπικά ή άτυπα, κάποιοι που έκαναν κουμάντο και έπαιρναν τις αποφάσεις που ήθελαν.
Και τότε, όπως τώρα, μας έδωσαν λεφτά, μας δάνεισαν για να μας βοηθήσουν
-σχέδιο Μάρσαλ- υπό κάποιους όρους βέβαια και η ελληνική κοινωνία τι έκανε προκειμένου να αναστηλωθεί;
Τι έκανε; Ε; Άρχισε να δρα… Άρχισε να… ΠΑΡΑΓΕΙ!!! Άρχισε δηλαδή να υπάρχει ανάπτυξη στην αγροτική καλλιέργεια. Άρχισε να κτίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Άρχισε ο ελληνικός λαός να ξανακτίζει τα όνειρά και τις ελπίδες του για ένα καλύτερο μέλλον. Δούλευαν όλοι, παντού, όχι επιλεκτικά και βοηθούσε ο ένας τον άλλον, αλληλεγγύη θαρρώ πως λέγεται αυτό.
Τότε δεν υπήρχαν οι καφετέριες, τα μπαράκια, τα καταστήματα με τα trendy ρούχα και τα γκουρμέ εστιατόρια… Τότε τα παιδιά δεν είχαν καν τσάντα για το σχολείο και τα παπούτσια τους έπρεπε να τα διατηρούν για δυο-τρία χρόνια τουλάχιστον, τα παιχνίδια τους ήταν αυτοσχέδια και πολλά άλλα…
Τότε δεν είχαν κανένα smartphone και πλάσμα τηλεόραση… Τηλεόραση, τι τηλεόραση; Ούτε καν!
Κι όμως, οι άνθρωποι τότε ερωτεύονταν, έκαναν παιδιά και μάλιστα πολλά, έκαναν παρέες αδελφικές, επικοινωνούσαν ουσιαστικά και εποικοδομητικά…
Το φαντάζεσαι ο κόσμος εκείνης της εποχής, αντί της δράσης να έλεγε… Βαριέμαι; Αντιθέτως, η ανέχεια, τα προβλήματα, το πολιτικό κυνηγητό και οι άσχημες καταστάσεις οδήγησε τους Έλληνες σε ένα δημιουργικό οργασμό.  

Τίποτα δεν μπορεί να κτιστεί και να παραχθεί απ’ το "βαριέμαι"…
Τίποτα δεν μπορεί να δημιουργηθεί από την αδράνεια και την λούφα…
Και σίγουρα, δεν μπορείς να κατακτήσεις τα μεγάλα πράγματα, προσπερνώντας και θεωρώντας αυτονόητα τα μικρά, απλά καθημερινά πράγματα, σκέψεις, συναισθήματα… Τίποτα δεν είναι αυτονόητο! Όταν το καταλάβεις αυτό, τότε θα σταματήσεις να καταναλώνεσαι και να υπάρχεις χωρίς σκοπό.

Πριν λοιπόν το ολοκληρωτικό παρ-ανάλωμα του εαυτού μας, ας καταλάβουμε την σπουδαιότητα της προσδοκίας και του οράματος, στην ζωή μας. Ο καθένας όπως ξέρει και μπορεί…
Τότε ίσως, ίσως λέω, να καταφέρουμε να επαναπροσδιοριστούμε και να υπάρξουμε ως μια αυτόνομη κοινωνία.



2 Νοε 2013

Όταν ζωγραφίζω και ζωγραφίζομαι…







Πώς; Πως να σου περιγράψω την αίσθηση; Με τι λέξεις να σου πω, να καταλάβεις; Να νιώσεις ότι νιώθω…
Είναι ο φίλος ο καλός, που πάντα είναι εκεί, κοντά μου, να μοιράζεται πότε το δάκρυ και πότε την χαρά μου.
Είναι ο εραστής, που την καρδιά μου κάνει να χαμογελά και το φιλί του, με ρίγος όλο το κορμί να διαπερνά.
Είναι ο έρωτας μου, που με τρεμάμενο χέρι με αγγίζει προσεκτικά, σαν να φοβάται μην με σπάσει…
Μονάχα άδολα εναποθέτει στου θρόνου μου την μέριμνα τους ευσεβείς του πόθους,
άθυρμα στην καρδιά μου, στα όμορφα του έρωτα λυτρωτικά μου.
Είναι το παιδί, που με νάζι χαμογελά και κάθε τόσο μου χαϊδεύει τα μαλλιά…
Στήνει παιχνίδια μαγικά για να κερδίζει πάντα, όμως στο τέλος με αγκαλιάζει δυνατά, θυμίζοντάς, πόσο πολύ με αγαπά.
Είναι η μητέρα… Ναι, η μητέρα μου, πιότερο αυτή είναι…
Ξέρεις… Εκείνη που κάποτε έφυγε νωρίς, που δεν μου σώσε το χόρτασμα της…
Που δεν μου πρόλαβε την παιδική τη δίψα με βλέμμα μητρικό να ξεθυμάνει και σαν πολύτιμη δική μου μάνα, τρυφερά να με ζεστάνει.
Έτσι, καθώς εγώ βολόδερνα στον λάκκο των λεόντων, στα μάτια κάθε μάνας,
μονάχα τα δικά της λαχταρούσα και αυτά, με αγωνία αναζητούσα…
Πάσχιζα να βρω από κάπου να πιαστώ και την ζεστή της μυρωδιά πάλι, να ξαναθυμηθώ…
Γι’ αυτό σου λέω, χρόνια μετά, εκείνη επέστρεψε με άλλη μορφή ζωής, της τέχνης μου ψυχής, ψυχή μου…
Και ως παραστάτης άγγελος, ξανά απ’ την αρχή, πάνω της να ακουμπήσω και όλα τα δεινά στη λήθη να τα αφήσω…
Εκείνη είναι, η τέχνη μου, όλης της ζωής τα θέλω μου, ζωή μου…
Πως; Πώς να σε κάνω να νιώσεις τούτα τα βλογημένα αισθήματα;
Αισθήματα που μεταπλάθονται και μετουσιώνονται στην ζώσα ύλη των χρωμάτων… Ζώσα, γιατί αληθινά, για πάντα αυτά μένουνε υγρά…
Τότε… Ακριβώς τότε, που αιωρούμαι στο υπερούσιο του χρόνου, είναι η στιγμή που μορφές, χρώματα και γραμμές,
φεύγουν στα κρυφά και μυστικά περνούν την πύλη του Θεού,
Εκείνου, που με ένα άγγιγμα θεάρεστα μνημειακό, βαπτίζει αθάνατη την τέχνη…
Την τέχνη, γέννημα θρέμμα της φλέβας, που καταλήγει στην καρδιά κάνοντας τη κάθε τόσο, να χτυπά, αέναα πιο δυνατά…
Είναι οι στιγμές εκείνες που τα πόδια απέχουν πέντε εκατοστά από την γη…
Δεν πατούν,  όλη την ώρα, όση ώρα… Πέντε εκατοστά πάνω από την γη…
Και εγώ κρατάω την αναπνοή μου στην πορεία της γόνιμης γραμμής μου…
Αλήθεια σου λέω, κρατάω την αναπνοή, μη και την άλεγκρη ψυχής της,
με δριμεία την ταράξω και την άρτια ομορφιά της, άθελά μου τη χαλάσω.
Μετά… Αναπνέω πάλι, με μία ανάσα καινούργια, σα να ξαναγεννιέμαι…
Αλήθεια σου λέω, σα να είναι της ζωής μου η φορά, από την αρχή ξανά … Κάθε φορά.
Κάποτε θυμώνω, τρέχω αλαφιασμένη από δωμάτιο σε δωμάτιο και εκείνη περιμένει, με ακολουθεί στα αχνά και μου μιλά στα σιωπηλά …
Ανοίγω την πόρτα, φεύγω, περπατώ, τρέχω, συναντώ, κλαίω, γελάω και επιστρέφω…
Και εκείνη εκεί, περιμένει, της ματιάς και της ανάσας μου τη ζάλη, την αγκαλιά και την απόσπερή μου τη δροσιά.
Ποτέ, μα ποτέ δεν μου παραπονιέται, μόνο περιμένει, όταν θα είμαι έτοιμη, γεμάτη…
Να ζωγραφίσω για να με ζωγραφίσει, μελωδικά τραγούδια να μου ψιθυρίσει και σαν γλυκιά σειρήνα να με υπνωτίσει.
Κάθε που βραδιάζει με καληνύχτα με φιλά, με σκεπάζει και μου εύχεται όνειρα γλυκά.
Ξυπνάω μες την νύχτα και τρέχω γεμάτη ενοχές, να δω αν είναι εκεί,
μη και άλλο πια δεν άντεξε τις παραξενιές και τους αλόγιστους θυμούς μου,
μακριά μου έφυγε και ανήλεα, την ψυχή μου, μόνη της, την άφησε…
Όμως εκείνη είναι εκεί, άγρυπνη να μου χαμογελά, να με προστατεύει…
Είναι εκεί, φάρος να φωτίζει τα σκοτάδια μου, την πορεία και τον δρόμο, να μην χάσω την αλήθεια της ψυχής, ποτέ, το μόνο.
Και όταν ξημερώνει με καλημέρες με αγκαλιάζει, με πλένει, με ντύνει και παιχνιδιάρικα, την έμπνευσή μου,
σα το μικρό μου το παιδί πεισματικά μου τη ζητά και αξιώνει…
Την χαρά, τότε σου λέω, όπως την πρώτη μου φορά, την ξαναστήνει και την καρδιά μου απέραντα εμπρός στην αρχοντιά της, (υπό)κλίνει.
Πέντε εκατοστά πάνω από την γη απέχουνε τα πόδια, κάθε φορά,
αλήθεια σου λέω… Κάθε φορά, κάθε στιγμή που την κοιτώ και με κοιτά.
Πάω τώρα… Φεύγω… Να γείρω, να μπω μέσα μου, μέσα της…
Να βυθιστώ, να κολυμπήσω, τα οικεία χρώματά της ξανά για να μυρίσω…
Πάω τώρα… Φεύγω… Ταξιδευτής του χρόνου της να γίνω, σαν τον περίεργο τρελό καινούργιους κόσμους να βαδίσω και τις αποσκευές μου, με νέες εικόνες, πλανευτικές και μαγικές να τις γεμίσω.
Των ανθρώπων, θέλω τα μυστήρια,
με πάθος ξανά να ζωγραφίσω και απ’ τη αρχή να ζήσω!