"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


28 Ιουν 2015

Μισό…






Ξέρεις πως είναι;

Για χρόνια να ξέρεις ότι σου λείπει ένα κομμάτι,

να μαθαίνεις να ζεις με αυτό το κενό;

Κομμένος στα δύο. 

Να περπατάς, να δουλεύεις, να κοιμάσαι, να τρως, να δημιουργείς, με το μισό σου.

Με μισό εαυτό. Έτσι, συνηθίζεις. 

Έτσι μαθαίνεις να ζεις με τον εαυτό σου ανοικτό, όπως μια ανοικτή πληγή. 

Μαθαίνεις να ζεις με τον πόνο αυτού του κενού, τόσο, που κόβεσαι, αιμορραγείς και το μόνο που λες είναι, 

"Δεν είναι τίποτε μωρέ, λίγο κόκκινο… Να! Το σκουπίζω και φεύγει".

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος απ’ το μεμαθημένο σου.

Και ξαφνικά εμφανίζεται το κομμάτι σου… 

Ξέρεις πως είναι;

Έρχεται και κουμπώνει πάνω σου. Ο πόνος εξαφανίζεται. 

Συνειδητοποιείς, γνωρίζεις, μαθαίνεις, πως είναι να μην πονάς. 

Πως είναι να είσαι ολόκληρος.

Δεν ήξερες πως είναι να είσαι ολόκληρος.

Τώρα φαντάσου… 

Πως μπορεί να είναι, όταν απομακρύνεται το μισό σου… Έστω και για λίγο. Κάθε φορά… 

Φαντάσου να σου ξεκολλάνε, το χέρι σου, το πόδι, την μισή ψυχή σου για καιρό, 

για μία μέρα, για πέντε ώρες ή για τρία λεπτά… 

Δεν σε ενδιαφέρει αν είναι για λίγο ή πολύ, γιατί ο όποιος χρόνος σου φαίνεται αιώνας…

Ξέρεις γιατί;

Γιατί, τότε, τον πόνο του κενού σου τον νιώθεις πιο μεγάλο από ποτέ…

Πριν σχεδόν υπέγραφες την ανυπαρξία του.

Τόσο βαθιά η μαύρη τρύπα της συνήθειάς του, τόσο λαμπερό το μαχαίρι της άγνοιας μέχρι να νιώσεις το κόψιμο της γνώσης.

Πόνος, τεράστιος, ανυπόφορος τούτο το κενό…

Μέχρι να επιστρέψει στην θέση του, εκεί που ανήκει.

Γιατί τώρα γνωρίζεις ότι υπάρχει… Το άλλο σου μισό.

Πως είναι να είσαι ολόκληρος. 

Δεν ήξερες πως είναι να είσαι ολόκληρος.

Θάλασσα που δεν αντέχει χωρίς ουρανό και γη.

Τώρα ξέρεις. 

Μόνο η ολότητά σου μπορεί να κάνει ορατό τον εαυτό σου και όλα όσα υπάρχουν γύρω σου και μέσα σου.

Τότε, με βλέπω σου λέω…

Με βλέπω να χορεύω, κάπου στο κέντρο της γης και να με κοιτάζουν όλοι.

Να χορεύω μαζί με τα χέρια μου, τα πόδια μου, το στόμα μου, τα μάτια μου, το σώμα μου, την ψυχή μου ολόκληρη.

Δηλαδή… Με εσένα.





16 Ιουν 2015

Η αγάπη κόποις κτάται






Πότε βλέπω λίγο λευκό εδώ, πότε λίγο πορτοκαλί εκεί, λίγο γαλάζιο πιο πέρα.
Πάντα διαφορετικά σχήματα, άμορφα, μικρά ή ανεπαίσθητα.
Κάθε φορά που σε συναντώ, πάντα εκεί είναι οι κόποι σου.
Αφημένα πάνω σου, διαφορετικά μυστήρια στολίδια.
Τα κοιτώ να με κοιτάζουν και να μου ψιθυρίζουν.

Μου μιλάνε, σιγά και στα κρυφά μη και ακούσεις αυτά που μαρτυρούν,της καρδιάς τα μυστικά. 
Της αγάπης, της δύναμης, της φροντίδας, της αντοχής. Όλα εκείνα της δικής σου αναπνοής. 
Να το ξέρεις, μεθυσμένη φεύγω πάντα. Χορεύοντας γύρω, απ’ την φωτιά τους.
Ακροβατώντας το βήμα μου πάνω στα χρώματά τους, 
στιγματίζοντας και το δικό μου το κορμί από την ομορφιά τους.

Οι κόποι σου, που πάντα έρχονται μαζί σου, πάντα εκεί είναι.
Στα χέρια και στα δάχτυλα και στο βλέμμα, που φαίνονται.
Μα στα σίγουρα είναι και εκεί που δεν φαίνονται…
Στον ιδρώτα του λαιμού, στο παλλόμενο στήθος της εύανδρης ψυχής σου,
στις σοφές ρυτίδες του μυαλού και σε κάθε φλέβα της ζωής σου.

Να το ξέρεις, όχι στο στόμα, αλλά εκεί που αξίζει πιο πολύ,
ένα φιλί σε κάθε κόπο σου, το έχω δώσει. Εδώ, πιο ‘κει και λίγο παρά πέρα.  
Κάθε φορά που σε συναντώ, αυτά χαρτογραφώ.
Τα μετρώ, τα αποθηκεύω και όταν είμαι μόνη, τα κάνω τατουάζ
στην καρδιά και το μυαλό. Να ‘ναι παντού μαζί μου, να τα κουβαλώ.

Να το ξέρεις, καθόλου οι λέξεις σου και εσύ δεν με ενδιαφέρεις.
Μα εκείνοι, οι κόποι σου, είναι για μένα πιο σημαντικοί.
Τούτοι σε κάνουν, μπρος στα μάτια μου ορατό, πλάσμα ωραίο και καλό.
Γι’ αυτό κι εγώ σου λέω, εκείνους τους βασιλιάδες, έχω ερωτευτεί.
Στους κόπους σου, μόνο έχω ορκιστεί… Ανείπωτα ερώμενη κι άναρχα πιστή.



                                                                          Μία φτωχή, πλην τίμια παλέτα.






13 Ιουν 2015

Θα πίστης ή τζάμπα (ξε)φυσάω;




Έλα ρε φύσα λίγο, φύσα να γυρίσει.. Αν δεν υπάρχει λίγος αέρας, πως θα γυρίσει;
Γίνε λίγο αέρας, φύσα και εμένα, όπως στα μωρά, στο στόμα την ώρα που πνίγονται. 
Ακριβώς, τότε που πνίγομαι, δώσε μου λίγο απ’ την ζωή σου, 
ίσα να πάρω μια ανάσα και μετά φύγε.
Τι; Δεν δίνεις απ΄την ζωή σου; Τι σκατά δίνεις τότε; Λέξεις για να ακουγόμαστε;
Μεταφυσικές ιστορίες και παθιασμένα "ηχηρά ξεφυσήματα" για να καυλαντιζόμαστε;
Τι με πνίγει; Χα!

Εσύ, με τον ανεξέλεγκτο ωχαδερφισμό σου.
Εγώ, με τους ασπρόμαυρους φόβους μου.

Εσύ, που παραμένεις ασάλευτη πνοή.
Εγώ, που κρύβομαι πίσω από τα βλέφαρά μου.

Εσύ, με τον χείμαρρο του Ντελικατή, που με μαρκάρεις με διάφανη γραμμή.
Εγώ, που ξεμένω με την άρχουσα πειθαρχημένη ηδονή.

Εσύ, που μετράς την βαρύτητα του χρόνου σου σε ίντσες.
Εγώ, που κατεβάζω σύννεφα καπνού, με το βάρος της ψυχής.

Όπου Εσύ, βάλε τον Σταύρο, Γιώργο, Αναξίμανδρο, Μάκη, Σάκη…
Όπου Εγώ, βάλε την Μαρία, Στέλλα, Ευτέρπη, Σούλα, Κούλα…
Βάπτισε, με όποιο όνομα γουστάρεις… Το "Πιστεύω" κι η "Βουτιά" ίδια θα ‘ναι.

Τι να σου πω κι σένανε μωρέ, έχω μπερδευτεί πια…
Είναι που γέμισε ο τόπος "σύνθετα", λέξεις, αισθήματα και συμπεριφορές. Όμοια με γυαλισμένα έπιπλα. 
Και σαν να μη έφτανε αυτό, κοτσάρουμε απάνω και τα χίλια δύο, αμέτρητα μπιμπελό. 
Ξέρεις, από αυτά που θες πέντε μέρες για να τα ξεσκονίσεις. 
Πες μου λοιπόν… Πως μετράς αυτά που αντέχεις, πίσω από αυτά που θέλεις, που επιθυμείς, που ονειρεύεσαι; 
Το χάνεις το μέτρημα, όταν με το ‘να χέρι συγκρατείς την πολυπλοκότητά σου και με το άλλο,  
παίζεις πάκμαν το πουλί σου. 
Ενώ, το μόνο, που αληθινά ζητάς, είναι να βρεις λίγο "αγιασμό" να ξεδιψάσεις τα θέλω της ψυχής σου.

Και που ‘σαι, μη νομίζεις, δεν ρομαντζάρω βρε, ούτε ρομαντζάρομαι εγώ.
Απλά πιστεύω στο απλό. Στο σιγανό κι αόρατο που όποτε θέλω το κάνω δυνατό κι ορατό.
Πιστεύω στην μαγεία της στιγμής. 
Στιγμές είναι όλοι μας η ζωή που όλη την ώρα τις ντύνουμε και τις γδύνουμε, σε σημαντικές ή ασήμαντες.
Πιστεύω στην αγκαλιά που η δύναμή της σου αρπάζει την ανάσα, τότε, την στιγμή που διαβάζεις στα μάτια την ανάγκη και την δίνεις χωρίς να στην ζητήσουν.
Πιστεύω στο απροσδόκητο χάδι και την πληρότητά του, που μετατρέπουν
τα επιμέρους της ψυχής σε όλον, εμφωλεύοντας αγάπη.
Πιστεύω στο βλέμμα που αδιάντροπα ζητά και το καταλαβαίνεις κι ας μην βγαίνει κουβέντα απ’ τα χείλη. 

Δεν υπάρχει το τέλειο… Ναι.
Πιστεύω όμως σε εμένα, εμένα και σε εμένα…
Και σε εσένα, σε εσένα, α! Και σε εσένα.
Δηλαδή, σε τούτο που ο καθένας μας,
μπορεί να το κάνει να φαίνεται τέλειο, κι ας μην είναι.
Αρκεί να στραφείς ολόκληρος στα αδύνατα, που ανα πάσα ώρα και στιγμή, μπορούν να γίνουν μετωπικά δυνατά.
Αρκεί να πειστείς, να έχεις πίστη.