"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


22 Αυγ 2015

Η θάλασσα μέσα μου





Κοίτα το καραβάκι στο λαιμό μου… Κοίταξέ το καλά!
Από καιρό σε καιρό ταξιδεύει, στην κοιλιά, στην πλάτη, 
στα πόδια, καμιά φορά και στα μάτια, μέχρι να αράξει στον λαιμό.
Λίγο να ξεκουραστεί και μετά ξεκινά πάλι απ’ την αρχή τα ταξίδια του. 

Ξέρεις, αυτό το καραβάκι ίσως κάποιοι να μπορούν να το δουν να ταξιδεύει,
πότε ‘δω και πότε ‘κει, επάνω μου.
Όμως εκείνο δεν ταξιδεύει άσκοπα…
Έχει έναν προορισμό, μία αταλάντευτη προσδοκία.
Την θάλασσα… Μέσα μου.

Κανένας δεν το ξέρει, κανένας δεν μπορεί να την δει.
Κάθε μέρα κολυμπάω την ψυχούλα μου,
πότε στα απομεσήμερα κυματάκια της και πότε στον βυθό της.

Και περιμένω.

Περιμένω εκείνο το καραβάκι που θα με ταξιδέψει, μέχρι να βρει στεριά… Καρδιά.
Να με ριζώσει στην Ιθάκη μου, εκεί που θα με θρέφει το νερό και το αλάτι μου.
Τόπος να γίνει ιερός που θα με προστατεύει και όμορφα θα μεγαλώνει τα αυλάκια της ψυχής μου.
Ποτάμια να τα κάνει, δίπλα τους να βρέχομαι για να μπορώ να ανθίζω.

Μα τι θαρρείς πως είναι η θάλασσα-ζωή μου;
Τριακόσια εξήντα πέντε θαύματα χρειάζονται.
Ένα για κάθε μέρα, για να γεννιέται άσωστη αγάπη σε άδετο πνεύμα.
Γι αυτό, ποτέ δεν θα μετράω τα λόγια σου, περισσότερο από όσο θα μετράω την ψυχή σου…
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά… 
Μικρά θαύματα, κάθε μέρα, μέχρι κάποτε, εγώ να γίνω ο ωκεανός σου και εσύ η στεριά μου.

Τόσο μονάχα, ένα μικρό θαύμα την ημέρα χρειάζεται…

Να! Ξεκίνα από αυτό…
Έλα… Δώσε μου λίγο μπλε…
Και σου υπόσχομαι, τότε,
θα σου δώσω κι εγώ όλη την θάλασσα
[μου].







16 Αυγ 2015

Να σου (ευ)χαριστώ





Κι όμως. Η εισβολή στο προσωπικό μας πεδίο, σε εκείνο το κομμάτι της ύπαρξής μας που ορίσαμε αμετάκλητα. 
Η εισβολή του άλλου, κάποτε, είναι ακριβώς ότι έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποτέ.
Να έρθει κάποιος και να σου πει…
[Άκου… Είτε το αντέχεις, είτε όχι, εγώ θα είμαι η μπάστακα αγάπη στην ζωή σου.
Θα είμαι πίσω, δίπλα, μπροστά σου.
Θα γαντζώνομαι κάθε μέρα μέσα στην παλάμη σου και θα με κουβαλάς μαζί σου.
Είτε το αντέχεις, είτε όχι… Εγώ θα είμαι εδώ.]

Γι’ αυτό…

Σε ευχαριστώ… Που ταξίδεψες από τον δικό σου πλανήτη μέχρι τον δικό μου.
Ερχόσουν και μου θύμιζες ότι δεν ήμουν μόνη.
Μου επιβεβαίωνες ερήμην σου, ότι ο χρόνος είναι σχετικός με την δύναμη του "θέλω" και όχι του "μπορώ".

Σε ευχαριστώ… Που μέτρησες τον λόγο μου, σαν να ήταν η μεγαλύτερη σοφία, τόσο για την λύπη όσο και την χαρά σου. 
Κάθε νέο ή παλιό σου, έτρεχες πρώτα να το βαπτίσεις στην κολυμπήθρα της γνώμης μου και της αντίδρασής μου. 
Λες και μπορούσαν να αγιάσουν περισσότερο τα ήδη ευλογημένα σου.  

Σε ευχαριστώ… Που μου κέντησες ιστορίες όμορφες, περίεργες, δύσκολες, λυπητερές ή χαρούμενες. 
Πεισματικά μου γνώριζες πράγματα, με μάθαινες να ξανα περπατώ με αλλιώτικο ρυθμό.

Σε ευχαριστώ… Που με πρόσεξες , με άκουσες και με κοίταξες στα μάτια.
Ήτανε δεν ήτανε κλειστά, μιλούσα δεν μιλούσα… Με κοιτούσες, πάντα, με προσοχή μέσα στα μάτια. 
Σα να πρόσεχες μη σου ξεφύγει ούτε δράμι αναπνοής στο βλέμμα.

Σε ευχαριστώ… Που μοιράστηκες  μαζί μου τις χαζομάρες και τα γέλια σου.
Τόσο απλά και γενναιόδωρα σα να ήταν ο θησαυρός όλου του κόσμου.
Το απόθεμα της πιτσιρίκας καρδιάς σου, έσκαγε και ξεχείλιζε από παντού σου.

Σε ευχαριστώ… Που μου θύμωσες και με μάλωσες, τότε, που δεν πίστευα στον εαυτό μου.
Κάθε φορά, μου κουνούσες αυστηρά το δάχτυλο όταν τρίκλιζε η ψυχή μου. 
Κάθε φορά που έτρεμε, εσύ αγέρωχα την ρίζωνες στην γη, να μην σαλεύει πράμα εμπρός στα άσχημα.

Σε ευχαριστώ… Που με ρώτησες για τα πιο μικρά και τα πιο μεγάλα μου.
Μοίραζες συνέχεια τα χαρτιά σου, με έψαχνες, με διάβαζες, 
ξεφλούδιζες ιεροτελεστικά τα πιο ασήμαντα μα και σημαντικά μου.

Σε ευχαριστώ… Που με τοποθέτησες  στο πιο ψηλό σου βάθρο κι ας ήμουν απλώς μια "ζητιάνα της αυλής" σου. 
Ανένδοτα, όλο χρυσά παράσημα μου καρφίτσωνες στην ρακένδυτη καρδιά μου.

Σε ευχαριστώ… που με έκανες καλύτερη, δυνατότερη και σοφότερη.
Στιγμούλα τη στιγμούλα, η ακριβοθώρητη μπέσα της ψυχής σου, ψήλωνε την δική μου.
Τόσο την μεγάλωσες, που όλα τα τρομαχτικά μου φαίνονται μικρά. 
Ό,τι δεν μου αρέσει και μου κάνει κακό, το σπρώχνω πιά, με το πόδι.

Σε ευχαριστώ που επέμεινες άφοβα και αδιαπραγμάτευτα στο κάθε μέρα μου, 
σα να σου έκανα χάρη και με το έτσι θέλω σου, με σφράγιζες, πότε εδώ κι πότε εκεί, με το νοιάξιμο και την αγάπη σου.

Στα αλήθεια κάποτε…
Θα σε βλέπω και θα με βλέπεις με τα χέρια.
Θα σε ακούω και θα με ακούς με τα μάτια.
Θα σε αγγίζω και θα με αγγίζεις με το στόμα.
Θα σε μυρίζω και θα με μυρίζεις με τον νου.
Θα σε περπατώ και θα με περπατάς με την καρδιά.

Και τότε πάλι, θα σου [ευ]χαριστώ…
Ζωή [μου].




8 Αυγ 2015

Ρόδα είναι και γυρίζει





Δάγκωνα τα χείλη μου, κράταγα την αναπνοή και με ένα αγκυλωμένο τρέμουλο στο στήθος,
έπαιρνα φόρα για την πρώτη, εν κινήσει, ισορροπία της ζωής μου.
Ήμουν εννιά χρονών, όταν προσπαθούσα να δαμάσω το ποδήλατο της Κατερίνας, το οποίο βούταγα συνέχεια και εκείνη με άφηνε να χαρώ την σεισμική μου βόλτα με "μουσική υπόκρουση" την χαριτωμένη γκρίνια της.
Ξανά και ξανά προσπάθεια και νάσου να κουτρουβαλιάζομαι και ξανά μανά να σέρνομαι. Μέχρι που νύχτωνε και γύριζα πια σπίτι με κατακόκκινα γόνατα, γδαρμένους αγκώνες, τα τσουλούφια όρθια και με χαμόγελο που έφτανε μέχρι πίσω απ’ τα αυτιά. Η μαζοχιστική αύρα ενός εκκολαπτόμενου σούπερ ήρωα χαχ! Μάλλον έτσι το έβλεπα, ώστε να συνεχίζω να καταπίνω το πικρό χάπι-σούπερ μαντολίνο του πείσματος για την κάθε μου προσπάθεια, αλλιώς πως;…
«Αύριο πάλι… Αύριο θα τα καταφέρω!» Σκεφτόμουν, πιο αποφασισμένη από ποτέ.
Και τα κατάφερα. Έμαθα ποδήλατο και χωρίς βοηθητικές ρόδες, εκείνες δεν τις ήθελα, θα μάθαινα κανονικά ή καθόλου κι ας μην είχα δικό μου ποδήλατο.

Εδώ που τα λέμε, βοηθητικές ρόδες, ούτε τότε, ούτε μετά, καταδέχτηκα.
Δεν καταδέχτηκα ποτέ να έχω "βοηθητικές ρόδες", στην πορεία της ζωής μου.
Χμμ… Όπως τότε! Τίποτα δεν είναι τυχαίο, τελικά όπως μάθει κανείς.
Κι όμως, τι οξύμωρο αλήθεια! Εγώ που δεν τις καταδέχτηκα ποτέ, έγινα μια τέτοια για άλλους. 
Η βοηθητική ρόδα για εκείνους που πιπιλάγανε στο στόμα κάθε τόσο τον φόβο τους, για τα αστράτευτα και ανερμήνευτα. 
Μη νομίζεις, δεν μπορούσα να ορμηνεύσω κανέναν, παρά μονάχα να στηρίξω λίγο την πορεία του, το βήμα, άλλοτε του νου κι άλλοτε της καρδιάς.
Να γίνομαι ένα ανεπαίσθητο στήριγμα, άλλοτε σε μοίρασμα χαράς, ή ένα  γλυκό μούδιασμα, σα λίγωμα στο στήθος μιας κάποιας "πειρατικής" περιπέτειας κι άλλοτε μία στάλα βάμμα σε κάποια γρατζουνιά.
Θα μου πεις, στήριγμα σε λύπη, ναι. Αλλά και σε χαρά; Μα φυσικά! Ξέρεις, δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση η αγάπη προκειμένου να στηρίξεις κάποιον στην στεναχώρια του. Μα να μοιράζεσαι μαζί του και να χαίρεσαι πιότερο εσύ, για την χαρά του; Αυτό προϋποθέτει βαθιά αγάπη.
Κι ακόμη περισσότερο, να γίνεσαι μία τόση δα καραμελίτσα που μπορεί να γλυκάνει την όποια του πικρία 
μετουσιώνοντας την λύπη, σε χαρά του.

Τι αλλόκοτη δύναμη κι αυτή!... Της βοηθητικής ρόδας για την ισορροπία των άυλων θησαυρών, της στράτας για το επόμενο βήμα, της πατερίτσας μέχρι να δέσουν τα κόκκαλα της ψυχής. 
Τι αλλόκοτη δύναμη κι αυτή! Που σε θρέφει απ’ έξω προς τα μέσα.
Ναι σου λέω, ο καθένας έχει την δική του μυστική δύναμη, σαν ένας άλλος σούπερ ήρωας,
που είναι η γένεση και η καταστροφή του, το τέλος και πάλι η αρχή του.
Αλήθεια. Και τι δεν θα έδινα να έβρισκα κι εγώ ένα "στήριγμα" τότε που παραπατάει η καρδιά, την στιγμή που τρεμοπαίζει ο νους μου κι ας μην το καταδεχόμουνα ποτέ. Θα αρκούσε το κίνητρο του άλλου, για να σμιλεύεται κάθε μέρα η ομορφιά μου.
Κι ας ξέρω τώρα πια… Να κάνω ποδήλατο κι ας έχω ένα ολόδικό μου.
Να το μοιράζομαι, μέχρι να μάθει κι ο άλλος να ισορροπεί και κάπως έτσι, να συνεχίζω να μην ξεχνώ -σαν το ποδήλατο- να ισορροπώ κι εγώ, να προσπαθώ, να αγωνίζομαι, να ονειρεύομαι, να δημιουργώ και να αγαπώ.

Ρόδα είναι και γυρίζει, το ποδήλατο, οι άνθρωποι, οι στιγμές, η ζωή.
Η ισορροπία όμως είναι πιο δύσκολο να κατακτηθεί…
Εκεί είναι όλη η ιστορία, πρώτα η ισορροπία σου και αμέσως μετά θα γυρίσει η ρόδα. 
Τότε πραγματικά, η προσπάθειά σου, εξαργυρώνεται με την πιο υπέροχη βόλτα της ζωής σου.