"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


14 Σεπ 2015

Φιογκάτους – Φλογάτους





Λίγο παρά πέρα από το δικό σου "μπορώ" και το κέντρο του Στρουμφοχωριού σου, αδιαμφισβήτητο ρόλο στην ώσμωση των ανθρώπων έχουν η απλότητα, η εκτίμηση, η αγάπη… 
Η σημαντικότητα του άλλου στο μυαλό και την καρδιά μας που μετουσιώνεται σε προσοχή και αποδοχή της διαφορετικότητάς του.Τότε ίσως γινόμαστε λίγο πιο διαλλακτικοί, μαλακώνουμε λίγο.
Η αγάπη, βασικά, είναι μόνο εκείνη που μας μαλακώνει, εξημερώνει… Τα μέσα άγρια θηρία μας.   

Τι ηθικές παρ[α]νομίες κι αυτές… Σπουδαίες και σπάνιες!
Καθόλου ρακένδυτες και λιμαδόρικες, αυτά είναι μόνο για τους φιογκάτους - φλογάτους, ξέρεις…
Σαν εκείνους τους "πήγαινε - έλα" είναι και αυτοί, ίδιο γένος, μα διαφορετική ράτσα.
Στην βάση τους είναι οι ίδιοι άνθρωποι που έρχονται και παρέρχονται, που σε προσέχουν και δεν σε προσέχουν, που σε θέλουν και δεν σε θέλουν, που σε αγαπούν και δεν σε αγαπούν… 
Έτσι τους έχω βαφτίσει οι άνθρωποι "πήγαινε-έλα". Είναι οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν σε ψυχές, σώματα, καρδιές και νου, όποτε γουστάρουν, ανάλογα το σύνδρομο στέρησης και την ψυχολογική τους καύλα. 
Έρχονται, φεύγουν, ξανά έρχονται, ξανά φεύγουν. Μία ατέρμονη φαυλότητα ο κύκλος τους, μέχρι να τους βάλεις τρικλοποδιά και να φάνε τα μούτρα τους. 

Όμως, η ειδοποιός διαφορά με τους φιογκάτους - φλογάτους, είναι ότι οι δεύτεροι, ταυτίζονται εντελώς με τον ρόλο τους και πιστεύουν στο ψέμα τους με όλο τους το Είναι. Ντύνονται από την κορφή μέχρι τα νύχια την απάτη τους. Παθιάζονται, κλαίνε στα αλήθεια, σου λένε ότι ο ουρανός είναι πράσινος και ότι το προηγούμενο βράδυ έκαναν σεξ με την Μις Μάρβελ από τους (X-Men) και παθαίνουνε παράκρουση αν δεν τους πιστέψεις. 
Εκείνοι το πιστεύουν σου λέω, αλλιώς πως θα τους πιστέψεις και εσύ; Δεν γίνεται, είναι το κόλπο έτσι καμωμένο… Το κόλπο της ψυχής τους διανθίζεται μόνο, με την απρόσωπη ηδονή και την κενή ζωή τους. Και όχι μωρέ, δεν είναι να θυμώνεις με δαύτους, περισσότερο είναι να λυπάσαι γιατί μόνο έτσι μπορούν να επιβιώσουν. Έτσι έχουν ταυτότητα, πρόσωπο, χαρακτήρα, αυτοπροσδιορισμό, αίρεση… 

Γι’ αυτό, να τους συνεισφέρεις καμιά φορά μια δόση αγκαλιά και μια μεζούρα βλέμμα. Έστω, ένα κέρμα φιλί στης ζωής τον κουμπαρά τους, όσο αντέχεις και μπορείς. Βλέπεις, υπάρχουν πράγματα ανεξήγητα που οι άνθρωποι φιογκάτοι - φλογάτοι και στο πήγαινε και στο έλα τους, δεν μπορούν να ορίσουν και να κουλαντρίσουν. 
Υπάρχουνε στιγμές αλησμόνητες και άτομα ασύγκριτα που κάποτε έρχονται και τους στοιχειώνουν. Αυτό σημαίνει ότι όπου και να πηγαίνουν, είτε στο εκεί, είτε στο εδώ, πάντα τα ασύγκριτα και τα αλησμόνητα, μαζί τους θα τα παίρνουν, δεν γίνετε αλλιώς παρά να τα κουβαλάνε, όπου κι αν πάνε…
Γίνονται ιερά στίγματα στην ψυχή τους.
Μαγικά ξόρκια, που κάποτε, μπορεί να τους βοηθήσει να σωθούν από τον εαυτό τους.
Να πάνε, να προχωρήσουν ή να έρθουν να μείνουν και να ανθίσουν.

Ίσως κάποιοι να τα καταφέρουν,  και να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες των φόβων τους.
Μπορεί να έχεις βάλει και εσύ μιας πινελιάς ευχή κι ας μην το μάθεις ποτέ.
Καθαρά μαγικά και ηθικά παρά-άνομα.





5 Σεπ 2015

Ένα χανσαπλάστ παρακαλώ για το βαβά…




Α ρε χάρτινε...
Αλήθεια, πάντα σε διάβαζα σελίδα, σελίδα, σαν ένα κόμικ.
Ήξερα κάθε επόμενη κίνησή σου.
Σε κόβω και σε κολλάω στον τοίχο μου με χανσαπλάστ για να μου θυμίζει τα ''εργαλεία'' που χρησιμοποιούσες 
ώστε να καλύπτεις όπως, όπως τις γρατζουνιές που μου έκανες... Μέχρι τις επόμενες.
Τις νύχτες μου φόραγες περιδέραια χαμόγελα και το πρωί όταν έφευγες,
λήστευες το δικό μου. Και πάντα σαν συνεπής ληστής κατόρθωνες να ξεφεύγεις.
Ένα κουτί χανσαπλάστ όλο κι όλο ήταν το άλλοθί σου για να μπορείς να συνεχίσεις.
Έλεγες… Θα βάλω αυτό και θα γιάνει λίγο. 
Θα την ταΐσω αυτό και θα την χορτάσω λίγο. Θα πω εκείνο και θα την νανουρίσω λίγο.
Και κάπως έτσι [τον] έπαιζες τον καιρό σου, αλλάζοντας τις χωρίστρες σου,
μια απ’ δω, και μια απ’ κει. Ίσα, για να μεγαλώνεις ελεύθερα,
τα λουλουδάκια μέσα σου, που όμως δεν μύριζαν ντιπ για ντιπ.
Το ‘ξερα ότι είσαι χάρτινος.
Ήλπιζα στην μετα-μόρφωσή σου, στην ζεστασιά που ορκίζεται ψυχή σαρκώδη και φλέβα κόκκινη.
Κι ας μην ήσουν ήρωας, τουλάχιστον δεν θα ‘σουν χάρτινος.
Τζίφος…
Όσο και να το πάλευα, εσύ παρέμενες χάρτινος, δεν γινόσουνα με τίποτα… Σάρκα.

Γι’ αυτό κι εγώ, σε κόβω και σε κολλάω στον τοίχο μου. 
Κοιτάω την χάρτινη εύθραυστη φιγούρα σου και υπογράφω
κάθε μέρα, επάνω σου, το όνομά μου. Όχι ολόκληρο, ένα [Α] μόνο.
Ένα στερητικό [Α], να σου θυμίζει την στέρησή σου… Από εμένα!
Ναι σου λέω, αυτό κάνω… Καρτουνίστικο βουντού.
Σαν τους φυλακισμένους που χαράζουν στον τοίχο τον αβάσταχτο χρόνο τους,
μέχρι την πολυπόθητη ελευθερία, όχι του σώματος, αλλά της ψυχής τους.
Εκείνης που αίρεται ανάμεσα σε βροχή και χώμα.
Εκείνης της αλαφροΐσκιωτης ψυχής που ποτέ της δεν κοιμάται και ελπίζει κάπου,
κάποτε να πατήσει… Είτε σε σύννεφο, είτε σε γη.

Μόνο, αλήθεια σου λέω, μόνο! Μέχρι να βαρεθώ εκείνο το παλιόχαρτο.
Εσένα; Εσένα σε βαρέθηκα.
Βλέπεις, φρόντιζες να υπάρχει πάντα μία ανεπαίσθητη απόσταση, ανάμεσά μας.
Ένα μικρό τοιχάκι ανέπαφης ουσίας που με κρατούσε άδετη.
Ανέπαφη ουσία είναι το νερωμένο αίμα που δεν "βράζει" με τίποτα,
δεν πυρώνεται ποτέ του.
Έτσι έμεινα άδετη! Ακούς;
Κι ας συνεχίζω να προσκυνώ την εικόνα σου κάθε βράδυ.
Μόνο εκείνο το παλιόχαρτο κρατώ.
Το κρατώ κολλημένο στον τοίχο μου, ακόμα λίγο, μη νομίζεις…
Μέχρι να το κάνω σαΐτα και να το πετάξω στα μάτια σου.
Λίγο να θολώσουν να μην με βλέπεις που φεύγω, να μην με ξανά δεις ποτέ πιά.

Όμως μάθε το, δεν θα ‘ναι τα μάτια, αλλά η καρδιά σου εκείνη που θα τσούξει πιο πολύ.
Τούτη είναι, κάθε στιγμή που θα επαναφέρει την μνήμη της σε εμένα και θα πονάει. 
Κι ας αντέχεις εσύ, η καρδιά σου δεν θα αντέχει, θα σε γδέρνει από μέσα, να ανοίξει το στήθος σου να βγει… 

Να το ξέρεις, οι ληστές κάποτε πιάνονται… Πρώτα μέσα τους.