"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


5 Σεπ 2015

Ένα χανσαπλάστ παρακαλώ για το βαβά…




Α ρε χάρτινε...
Αλήθεια, πάντα σε διάβαζα σελίδα, σελίδα, σαν ένα κόμικ.
Ήξερα κάθε επόμενη κίνησή σου.
Σε κόβω και σε κολλάω στον τοίχο μου με χανσαπλάστ για να μου θυμίζει τα ''εργαλεία'' που χρησιμοποιούσες 
ώστε να καλύπτεις όπως, όπως τις γρατζουνιές που μου έκανες... Μέχρι τις επόμενες.
Τις νύχτες μου φόραγες περιδέραια χαμόγελα και το πρωί όταν έφευγες,
λήστευες το δικό μου. Και πάντα σαν συνεπής ληστής κατόρθωνες να ξεφεύγεις.
Ένα κουτί χανσαπλάστ όλο κι όλο ήταν το άλλοθί σου για να μπορείς να συνεχίσεις.
Έλεγες… Θα βάλω αυτό και θα γιάνει λίγο. 
Θα την ταΐσω αυτό και θα την χορτάσω λίγο. Θα πω εκείνο και θα την νανουρίσω λίγο.
Και κάπως έτσι [τον] έπαιζες τον καιρό σου, αλλάζοντας τις χωρίστρες σου,
μια απ’ δω, και μια απ’ κει. Ίσα, για να μεγαλώνεις ελεύθερα,
τα λουλουδάκια μέσα σου, που όμως δεν μύριζαν ντιπ για ντιπ.
Το ‘ξερα ότι είσαι χάρτινος.
Ήλπιζα στην μετα-μόρφωσή σου, στην ζεστασιά που ορκίζεται ψυχή σαρκώδη και φλέβα κόκκινη.
Κι ας μην ήσουν ήρωας, τουλάχιστον δεν θα ‘σουν χάρτινος.
Τζίφος…
Όσο και να το πάλευα, εσύ παρέμενες χάρτινος, δεν γινόσουνα με τίποτα… Σάρκα.

Γι’ αυτό κι εγώ, σε κόβω και σε κολλάω στον τοίχο μου. 
Κοιτάω την χάρτινη εύθραυστη φιγούρα σου και υπογράφω
κάθε μέρα, επάνω σου, το όνομά μου. Όχι ολόκληρο, ένα [Α] μόνο.
Ένα στερητικό [Α], να σου θυμίζει την στέρησή σου… Από εμένα!
Ναι σου λέω, αυτό κάνω… Καρτουνίστικο βουντού.
Σαν τους φυλακισμένους που χαράζουν στον τοίχο τον αβάσταχτο χρόνο τους,
μέχρι την πολυπόθητη ελευθερία, όχι του σώματος, αλλά της ψυχής τους.
Εκείνης που αίρεται ανάμεσα σε βροχή και χώμα.
Εκείνης της αλαφροΐσκιωτης ψυχής που ποτέ της δεν κοιμάται και ελπίζει κάπου,
κάποτε να πατήσει… Είτε σε σύννεφο, είτε σε γη.

Μόνο, αλήθεια σου λέω, μόνο! Μέχρι να βαρεθώ εκείνο το παλιόχαρτο.
Εσένα; Εσένα σε βαρέθηκα.
Βλέπεις, φρόντιζες να υπάρχει πάντα μία ανεπαίσθητη απόσταση, ανάμεσά μας.
Ένα μικρό τοιχάκι ανέπαφης ουσίας που με κρατούσε άδετη.
Ανέπαφη ουσία είναι το νερωμένο αίμα που δεν "βράζει" με τίποτα,
δεν πυρώνεται ποτέ του.
Έτσι έμεινα άδετη! Ακούς;
Κι ας συνεχίζω να προσκυνώ την εικόνα σου κάθε βράδυ.
Μόνο εκείνο το παλιόχαρτο κρατώ.
Το κρατώ κολλημένο στον τοίχο μου, ακόμα λίγο, μη νομίζεις…
Μέχρι να το κάνω σαΐτα και να το πετάξω στα μάτια σου.
Λίγο να θολώσουν να μην με βλέπεις που φεύγω, να μην με ξανά δεις ποτέ πιά.

Όμως μάθε το, δεν θα ‘ναι τα μάτια, αλλά η καρδιά σου εκείνη που θα τσούξει πιο πολύ.
Τούτη είναι, κάθε στιγμή που θα επαναφέρει την μνήμη της σε εμένα και θα πονάει. 
Κι ας αντέχεις εσύ, η καρδιά σου δεν θα αντέχει, θα σε γδέρνει από μέσα, να ανοίξει το στήθος σου να βγει… 

Να το ξέρεις, οι ληστές κάποτε πιάνονται… Πρώτα μέσα τους.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου