"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


28 Απρ 2016

Ένα και το αυτό.






Το ταλέντο μου βρίσκεται σε κάθε προσευχή μου, να βρίσκω την πίστη μου σε αυτό.

Να μην χάνω σταγόνα σε κάθε κλάμα μου και ανάσα σε κάθε γέλιο της ζωής μου.


Το ταλέντο μου βρίσκεται σε κάθε μου φροντίδα, σε κάθε χάδι, όνειρο και σκέψη.
Σε κάθε λόγο μου και προσδοκία.
Σε κάθε αγκαλιά, συναίσθημα και δημιουργία.
Σε κάθε βήμα, σε κάθε ομιλία και σιωπή μου.


Το ταλέντο φίλε μου, δεν το κουβαλάς στην χούφτα...
Τρέχει μέσα στις φλέβες, το νιώθεις σε κάθε σου σφυγμό,
το γεύεσαι στο σάλιο σου, το αφουγκράζεσαι στους πιο μύχιους
μυστικούς ήχους της ψυχή σου και το βλέπεις πιο ορατά από ποτέ, στα αόρατα.


Το ταλέντο φίλε μου, είναι δυνατή χειραψία με τον Θεό.

Τον ακούς να σου ψιθυρίζει στο αυτί την κάθε σου κίνηση…

"Κάνε αυτό, κάνε εκείνο, τώρα κάνε τούτο.."


Είναι ο λαβύρινθος του νου μου, εκεί μέσα,
που μόνο εγώ μπορώ να μπαίνω και να βγαίνω, να βρίσκομαι ή να χάνομαι.
Να καίγομαι να γίνομαι στάχτη και να ξαναγεννιέμαι.


Το ταλέντο μου, φίλε μου, είναι η αγάπη μου… Ένα και το αυτό.




9 Απρ 2016

Μπες στα παπούτσια μου.





Δυσβάσταχτη αναγκαιότητα, το να προσπαθείς κάθε τόσο, να μπεις στα παπούτσια του άλλου. Δυσβάσταχτο και επίπονο, ειδικά άμα θες να τα περπατήσεις στην ζωή σου, γιατί που να χωρέσουν οι ποδάρες σου σε μία σταλιά παπουτσάκια;
Όμως είναι αναγκαίο εκ των έσω, σου λέω, προκειμένου να νιώσεις τα πατήματα και παραπατήματα του άλλου στο κοινό μα και διαφορετικό κάθε μέρα σας.

Φαντάσου λοιπόν ότι των άλλων τα παπούτσια, εμένανε μου ήτανε πάντοτε μεγάλα, σχεδόν τεράστια και εύκολα με χώραγα… Μη σου πω, πως τρύπωνα ολόκληρη μέσα τους, σαν μια άλλη μικρή "Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων".
Έτσι μπορούσα να πετάω στα βήματά μου, προσέχοντας μόνο μη και μου φύγουν…
Ε μη νομίζεις, βούλωνα και κανά κενό με ό,τι έβρισκα, …
Ξέρεις, σκαρφιζόμουν διάφορα, έπαιρνα τα μέτρα μου για την σταθερότητά μου, το ακέραιο βήμα και την αρμονική χάρη στις κινήσεις μου.

Προσεκτικά και όμορφα, χτένιζα τον χρόνο μου, τον βούταγα αγκαζέ και τρύπωνα στα παπούτσια του άλλου. Πιότερο για να τον καταλάβω, να τον νιώσω, να τον φορέσω, βηματάκι, βηματάκι,  σάρκα με τη σάρκα και ψυχή με τη ψυχή.
Να ντυθώ μωρέ λίγο, την δική του σκέψη και ματιά, την δική του αίσθηση των πραγμάτων, όσο άντεχα, όσο μπορούσα. 
Και τα κατάφερνα… Πάντα…

Μα το αντίστροφο, δεν γινότανε ποτέ!
Πώς να μπει μάνα μου ο άλλος στα δικά μου παπούτσια; Βλέπεις, είναι τόσο δα μικρά, σχεδόν παιδικά. 
Τι να σου κάνει η παιδική καρδούλα στο γιγάντιο στήθος του "Πολύφημου Κανένα"; 
Πώς να ακουστεί κει’ μέσα ο χτύπος της;
Γι’ αυτό πάντα μπορούσα, εγώ, να βυθίζομαι σε δερμάτινες ζωές…
Γι’ αυτό πάντα, τόσο χωρούσα, που περίσσευα, τόσο ο άλλος δεν χωρούσε, που πόναγε.
Μπορείς να τον κατηγορήσεις  γι’ αυτό; Όταν όποια του προσπάθεια πονάει, κόβει κι υποφέρει… 
Όχι, όχι, καταλαβαίνω, μη νομίζεις…
Χαζός είναι ο άλλος να υποβάλει τον εαυτό του σε βασανιστήρια; Όχι δα!
Είναι μεγάλο και αφόρητο τούτο το βάσανο μάνα μου, να γίνεσαι μικρός, να ξεπερνάς τον εαυτό σου, να τον αλλάζεις και να τον [μετά]μορφώνεις σαν πηλό πάνω σε δάχτυλα. Να μπορείς να στριμωχτείς, σώνει και ντε, μέσα στις βαθιές μικρές κι αλλόφρονες ρωγμούλες της παιδικής μου, της ψυχής.
Ξέρω… Αφόρητος ο πόνος της προσπάθειας, άβολος και δύσκαμπτος…

Τι να κάνω μωρέ που δεν μπορώ να μεγαλώσω τα παπούτσια μου για να χωρούν οι άλλοι, οι πιο μεγάλοι;
Το βρήκα! Θα τα χάσω!
Έτσι θα είμαι, ξυπόλυτη…
Ναι, αυτό θα κάνω και καθόλου δεν θα νοιάζομαι για τούτο.

Έτσι, με άγρια τιμιότητα θα ‘ναι το βαίνον μου.
Θα μου αρκεί που δεν θα είμαι μια αράδα σε κάποιο παραμύθι.
Γιατί;
Αφού…
Να, εγώ η ίδια είμαι παραμύθι.