"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


16 Αυγ 2015

Να σου (ευ)χαριστώ





Κι όμως. Η εισβολή στο προσωπικό μας πεδίο, σε εκείνο το κομμάτι της ύπαρξής μας που ορίσαμε αμετάκλητα. 
Η εισβολή του άλλου, κάποτε, είναι ακριβώς ότι έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποτέ.
Να έρθει κάποιος και να σου πει…
[Άκου… Είτε το αντέχεις, είτε όχι, εγώ θα είμαι η μπάστακα αγάπη στην ζωή σου.
Θα είμαι πίσω, δίπλα, μπροστά σου.
Θα γαντζώνομαι κάθε μέρα μέσα στην παλάμη σου και θα με κουβαλάς μαζί σου.
Είτε το αντέχεις, είτε όχι… Εγώ θα είμαι εδώ.]

Γι’ αυτό…

Σε ευχαριστώ… Που ταξίδεψες από τον δικό σου πλανήτη μέχρι τον δικό μου.
Ερχόσουν και μου θύμιζες ότι δεν ήμουν μόνη.
Μου επιβεβαίωνες ερήμην σου, ότι ο χρόνος είναι σχετικός με την δύναμη του "θέλω" και όχι του "μπορώ".

Σε ευχαριστώ… Που μέτρησες τον λόγο μου, σαν να ήταν η μεγαλύτερη σοφία, τόσο για την λύπη όσο και την χαρά σου. 
Κάθε νέο ή παλιό σου, έτρεχες πρώτα να το βαπτίσεις στην κολυμπήθρα της γνώμης μου και της αντίδρασής μου. 
Λες και μπορούσαν να αγιάσουν περισσότερο τα ήδη ευλογημένα σου.  

Σε ευχαριστώ… Που μου κέντησες ιστορίες όμορφες, περίεργες, δύσκολες, λυπητερές ή χαρούμενες. 
Πεισματικά μου γνώριζες πράγματα, με μάθαινες να ξανα περπατώ με αλλιώτικο ρυθμό.

Σε ευχαριστώ… Που με πρόσεξες , με άκουσες και με κοίταξες στα μάτια.
Ήτανε δεν ήτανε κλειστά, μιλούσα δεν μιλούσα… Με κοιτούσες, πάντα, με προσοχή μέσα στα μάτια. 
Σα να πρόσεχες μη σου ξεφύγει ούτε δράμι αναπνοής στο βλέμμα.

Σε ευχαριστώ… Που μοιράστηκες  μαζί μου τις χαζομάρες και τα γέλια σου.
Τόσο απλά και γενναιόδωρα σα να ήταν ο θησαυρός όλου του κόσμου.
Το απόθεμα της πιτσιρίκας καρδιάς σου, έσκαγε και ξεχείλιζε από παντού σου.

Σε ευχαριστώ… Που μου θύμωσες και με μάλωσες, τότε, που δεν πίστευα στον εαυτό μου.
Κάθε φορά, μου κουνούσες αυστηρά το δάχτυλο όταν τρίκλιζε η ψυχή μου. 
Κάθε φορά που έτρεμε, εσύ αγέρωχα την ρίζωνες στην γη, να μην σαλεύει πράμα εμπρός στα άσχημα.

Σε ευχαριστώ… Που με ρώτησες για τα πιο μικρά και τα πιο μεγάλα μου.
Μοίραζες συνέχεια τα χαρτιά σου, με έψαχνες, με διάβαζες, 
ξεφλούδιζες ιεροτελεστικά τα πιο ασήμαντα μα και σημαντικά μου.

Σε ευχαριστώ… Που με τοποθέτησες  στο πιο ψηλό σου βάθρο κι ας ήμουν απλώς μια "ζητιάνα της αυλής" σου. 
Ανένδοτα, όλο χρυσά παράσημα μου καρφίτσωνες στην ρακένδυτη καρδιά μου.

Σε ευχαριστώ… που με έκανες καλύτερη, δυνατότερη και σοφότερη.
Στιγμούλα τη στιγμούλα, η ακριβοθώρητη μπέσα της ψυχής σου, ψήλωνε την δική μου.
Τόσο την μεγάλωσες, που όλα τα τρομαχτικά μου φαίνονται μικρά. 
Ό,τι δεν μου αρέσει και μου κάνει κακό, το σπρώχνω πιά, με το πόδι.

Σε ευχαριστώ που επέμεινες άφοβα και αδιαπραγμάτευτα στο κάθε μέρα μου, 
σα να σου έκανα χάρη και με το έτσι θέλω σου, με σφράγιζες, πότε εδώ κι πότε εκεί, με το νοιάξιμο και την αγάπη σου.

Στα αλήθεια κάποτε…
Θα σε βλέπω και θα με βλέπεις με τα χέρια.
Θα σε ακούω και θα με ακούς με τα μάτια.
Θα σε αγγίζω και θα με αγγίζεις με το στόμα.
Θα σε μυρίζω και θα με μυρίζεις με τον νου.
Θα σε περπατώ και θα με περπατάς με την καρδιά.

Και τότε πάλι, θα σου [ευ]χαριστώ…
Ζωή [μου].




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου