"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


2 Νοε 2013

Όταν ζωγραφίζω και ζωγραφίζομαι…







Πώς; Πως να σου περιγράψω την αίσθηση; Με τι λέξεις να σου πω, να καταλάβεις; Να νιώσεις ότι νιώθω…
Είναι ο φίλος ο καλός, που πάντα είναι εκεί, κοντά μου, να μοιράζεται πότε το δάκρυ και πότε την χαρά μου.
Είναι ο εραστής, που την καρδιά μου κάνει να χαμογελά και το φιλί του, με ρίγος όλο το κορμί να διαπερνά.
Είναι ο έρωτας μου, που με τρεμάμενο χέρι με αγγίζει προσεκτικά, σαν να φοβάται μην με σπάσει…
Μονάχα άδολα εναποθέτει στου θρόνου μου την μέριμνα τους ευσεβείς του πόθους,
άθυρμα στην καρδιά μου, στα όμορφα του έρωτα λυτρωτικά μου.
Είναι το παιδί, που με νάζι χαμογελά και κάθε τόσο μου χαϊδεύει τα μαλλιά…
Στήνει παιχνίδια μαγικά για να κερδίζει πάντα, όμως στο τέλος με αγκαλιάζει δυνατά, θυμίζοντάς, πόσο πολύ με αγαπά.
Είναι η μητέρα… Ναι, η μητέρα μου, πιότερο αυτή είναι…
Ξέρεις… Εκείνη που κάποτε έφυγε νωρίς, που δεν μου σώσε το χόρτασμα της…
Που δεν μου πρόλαβε την παιδική τη δίψα με βλέμμα μητρικό να ξεθυμάνει και σαν πολύτιμη δική μου μάνα, τρυφερά να με ζεστάνει.
Έτσι, καθώς εγώ βολόδερνα στον λάκκο των λεόντων, στα μάτια κάθε μάνας,
μονάχα τα δικά της λαχταρούσα και αυτά, με αγωνία αναζητούσα…
Πάσχιζα να βρω από κάπου να πιαστώ και την ζεστή της μυρωδιά πάλι, να ξαναθυμηθώ…
Γι’ αυτό σου λέω, χρόνια μετά, εκείνη επέστρεψε με άλλη μορφή ζωής, της τέχνης μου ψυχής, ψυχή μου…
Και ως παραστάτης άγγελος, ξανά απ’ την αρχή, πάνω της να ακουμπήσω και όλα τα δεινά στη λήθη να τα αφήσω…
Εκείνη είναι, η τέχνη μου, όλης της ζωής τα θέλω μου, ζωή μου…
Πως; Πώς να σε κάνω να νιώσεις τούτα τα βλογημένα αισθήματα;
Αισθήματα που μεταπλάθονται και μετουσιώνονται στην ζώσα ύλη των χρωμάτων… Ζώσα, γιατί αληθινά, για πάντα αυτά μένουνε υγρά…
Τότε… Ακριβώς τότε, που αιωρούμαι στο υπερούσιο του χρόνου, είναι η στιγμή που μορφές, χρώματα και γραμμές,
φεύγουν στα κρυφά και μυστικά περνούν την πύλη του Θεού,
Εκείνου, που με ένα άγγιγμα θεάρεστα μνημειακό, βαπτίζει αθάνατη την τέχνη…
Την τέχνη, γέννημα θρέμμα της φλέβας, που καταλήγει στην καρδιά κάνοντας τη κάθε τόσο, να χτυπά, αέναα πιο δυνατά…
Είναι οι στιγμές εκείνες που τα πόδια απέχουν πέντε εκατοστά από την γη…
Δεν πατούν,  όλη την ώρα, όση ώρα… Πέντε εκατοστά πάνω από την γη…
Και εγώ κρατάω την αναπνοή μου στην πορεία της γόνιμης γραμμής μου…
Αλήθεια σου λέω, κρατάω την αναπνοή, μη και την άλεγκρη ψυχής της,
με δριμεία την ταράξω και την άρτια ομορφιά της, άθελά μου τη χαλάσω.
Μετά… Αναπνέω πάλι, με μία ανάσα καινούργια, σα να ξαναγεννιέμαι…
Αλήθεια σου λέω, σα να είναι της ζωής μου η φορά, από την αρχή ξανά … Κάθε φορά.
Κάποτε θυμώνω, τρέχω αλαφιασμένη από δωμάτιο σε δωμάτιο και εκείνη περιμένει, με ακολουθεί στα αχνά και μου μιλά στα σιωπηλά …
Ανοίγω την πόρτα, φεύγω, περπατώ, τρέχω, συναντώ, κλαίω, γελάω και επιστρέφω…
Και εκείνη εκεί, περιμένει, της ματιάς και της ανάσας μου τη ζάλη, την αγκαλιά και την απόσπερή μου τη δροσιά.
Ποτέ, μα ποτέ δεν μου παραπονιέται, μόνο περιμένει, όταν θα είμαι έτοιμη, γεμάτη…
Να ζωγραφίσω για να με ζωγραφίσει, μελωδικά τραγούδια να μου ψιθυρίσει και σαν γλυκιά σειρήνα να με υπνωτίσει.
Κάθε που βραδιάζει με καληνύχτα με φιλά, με σκεπάζει και μου εύχεται όνειρα γλυκά.
Ξυπνάω μες την νύχτα και τρέχω γεμάτη ενοχές, να δω αν είναι εκεί,
μη και άλλο πια δεν άντεξε τις παραξενιές και τους αλόγιστους θυμούς μου,
μακριά μου έφυγε και ανήλεα, την ψυχή μου, μόνη της, την άφησε…
Όμως εκείνη είναι εκεί, άγρυπνη να μου χαμογελά, να με προστατεύει…
Είναι εκεί, φάρος να φωτίζει τα σκοτάδια μου, την πορεία και τον δρόμο, να μην χάσω την αλήθεια της ψυχής, ποτέ, το μόνο.
Και όταν ξημερώνει με καλημέρες με αγκαλιάζει, με πλένει, με ντύνει και παιχνιδιάρικα, την έμπνευσή μου,
σα το μικρό μου το παιδί πεισματικά μου τη ζητά και αξιώνει…
Την χαρά, τότε σου λέω, όπως την πρώτη μου φορά, την ξαναστήνει και την καρδιά μου απέραντα εμπρός στην αρχοντιά της, (υπό)κλίνει.
Πέντε εκατοστά πάνω από την γη απέχουνε τα πόδια, κάθε φορά,
αλήθεια σου λέω… Κάθε φορά, κάθε στιγμή που την κοιτώ και με κοιτά.
Πάω τώρα… Φεύγω… Να γείρω, να μπω μέσα μου, μέσα της…
Να βυθιστώ, να κολυμπήσω, τα οικεία χρώματά της ξανά για να μυρίσω…
Πάω τώρα… Φεύγω… Ταξιδευτής του χρόνου της να γίνω, σαν τον περίεργο τρελό καινούργιους κόσμους να βαδίσω και τις αποσκευές μου, με νέες εικόνες, πλανευτικές και μαγικές να τις γεμίσω.
Των ανθρώπων, θέλω τα μυστήρια,
με πάθος ξανά να ζωγραφίσω και απ’ τη αρχή να ζήσω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου