"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


15 Δεκ 2013

Ο άνθρωπος που μεγαλώνοντας έγινε ανθρωπάκι.



Saùl Landell


Κάπου γίνεται ένας πόλεμος. Κάθε μέρα άλλωστε γίνονται μικροί και μεγάλοι πόλεμοι, ορθόδοξοι ή ανορθόδοξοι. Ορίστε λοιπόν μία εκσυγχρονισμένη αλήθεια, άνθρωποι δίχως ψυχή, κουφάρια άδεια που πνίγουν με την δυσοσμία τους προσφέροντας μια καθημερινή βουβή ισοπέδωση. Απομυζούν αχόρταγα την ομορφιά που έχει μείνει σε κάποιους, την όποια καθαρότητα ψυχής, μοιράζοντας απλόχερα ξεφτισμένες πραγματικότητες και ξεφτισμένα συναισθήματα.  
Κάπως έτσι φθάνουμε να παλεύουμε σαν ψάρια έξω απ’ το νερό στην προσπάθειά μας να αντισταθούμε. Ποιος όμως είναι ο στόχος; Γιατί κάποιος να αγωνίζεται; Για το καθάριο συναίσθημα, για την ευτυχία, για τον έρωτα, για τον πλούτο ή για την πληρότητα; Τελικά χορεύουμε σε τεντωμένο σχοινί έχοντας την αγωνία της ισορροπίας μέχρι να φτάσουμε στο πέρας του και να κατακτήσουμε, ο καθένας ξεχωριστά, τον παράδεισό μας. Άνθρωποι ματαιόδοξοι, αδύναμοι και μικρόψυχοι που η απληστία και η αδηφαγία τους φτάνει στον υπέρμετρο βαθμό με κάθε μέσο και τρόπο. Προς τι τόση αγωνία και τόση ανασφάλεια για την επιβίωση;
Ποιος ή τι είναι αυτό που τέλος πάντων θρέφει  και διατηρεί αυτά τα συναισθήματα;
Πως μπορεί κάποιος να προφυλάξει τον εαυτό του από την παγίδα μιας καθοδηγούμενης κοινωνικής ταυτότητας; Από την ρομποτική ταύτιση δηλαδή που "κάποιοι" έχουν την δύναμη να σου ορίσουν ή τουλάχιστο νομίζουν ότι έχουν.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ έλεγε πως "Αν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του κύριο των άλλων, δεν παύει να είναι πιο σκλάβος απ’ αυτούς". Ποιος όμως δίνει σημασία σε θεωρίες;
Θα σου πουν, εδώ φίλε μου είναι η πραγματικότητα, η ζωή! Μια ζωή που όλα τρέχουν, που δεν προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα, δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα.
Ανασκαλεύουν τους πόθους σου και βρίσκουν τις πιο βαθιές σου επιθυμίες, σε κατακλύζουν με χιλιάδες εικόνες ονειρικές, σου δείχνουν, έτσι απλά, αυτά που θα μπορούσες να έχεις, αυτά που θα μπορούσες να αποκτήσεις, τονίζοντας με αυτόν τον τόσο ύπουλο τρόπο, την μιζέρια σου φτωχέ μου άνθρωπε.
Κάπως έτσι παίρνεις την μεγάλη απόφαση και περνάς την μεγάλη πόρτα του συστήματος, εκείνου που "κάποιοι" όρισαν για σύστημα και τους ρωτάς τι είναι αυτό που πρέπει να κάνεις για να έχεις όλα εκείνα που ποθείς που επιτέλους θα σε εντάξουν στην χώρα του Παραδείσου.
Τότε "εκείνοι" σε καλωσορίζουν τρυφερά, γεμάτοι αγάπη και σου προσφέρουν ένα ξεκίνημά δίδοντας σου ένα μικρό σποράκι. Σου λένε πως άμα δουλέψεις και είσαι επιμελής αυτό το τόσο δα σποράκι θα μεγαλώσει και θα γεννήσει και ένα δεύτερο.
Ο ενθουσιασμός σου είναι ασυγκράτητος καθώς όχι μόνο πείθεσαι γι’ αυτό αλλά  αδημονείς μάλιστα για την εξασφάλιση του πλούτου σου.
Έτσι φτωχέ μου άνθρωπε ξεκινάς δουλειά, με υπομονή και ζήλο αγωνίζεσαι για την καλύτερη φροντίδα αυτού του σπόρου, του μοναδικού, κυρίως όμως για να αποκτήσεις και έναν δεύτερο.
Όταν κάποτε φθάνει η στιγμή που οι κόποι σου δικαιώνονται, με περίσσια χαρά τρέχεις να δείξεις το κατόρθωμά σου ώστε να ανταμειφθείς γι’ αυτό. Να αποκτήσεις τέλος πάντων όλα αυτά που κάποτε απλόχερα σου παρουσίασαν σαν μελλοντικά δικά σου. Αντ’ αυτού "εκείνοι" όχι μόνο δεν σου δίνουν τίποτα, αλλά σου παίρνουν, ωσάν αρπακτικά, τον δεύτερο σπόρο που με τόσο κόπο είχες καταφέρει να φτιάξεις και φορώντας το πιο αστραφτερό τους χαμόγελο σου λένε: "Συγχαρητήρια! Εύγε! Τώρα πια ενταχθήκατε στο σύστημά και πραγματικά έχετε πολλές δυνατότητες να γίνεται ένας πλούσιος άνθρωπος…"
Λέγοντας αυτά και αφήνοντας σε πάλι στην αρχή, με το ένα και μοναδικό σποράκι, σου τονίζουν, με ιδιαίτερη έμφαση, πως τώρα πια είσαι κάτι! Αφού κατάφερες τον ένα σπόρο να τον κάνεις δύο τότε μπορείς να κάνεις τα πάντα. Μπορείς δηλαδή με λίγη παραπάνω δουλειά να αποκτήσεις τρεις, τέσσερις και ω, τι ευτυχία ακόμα και πέντε ολόδικούς σου σπόρους! Όμως, συνεχίζουν, "Για να το καταφέρεις αυτό δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις να δουλεύεις σκληρά, φτωχέ μου άνθρωπε. Βλέπεις, εκείνο που έχει ύστατη σημασία είναι το σύστημα, μόνο εκείνο να έχεις στο μυαλό σου, εκείνο που σε αγκαλιάζει τόσο σφιχτά και σχεδόν σε πνίγει με την θαλπωρή του, εκείνο είναι που κάποτε θα σε ανταμείψει για την εργατικότητα και αφοσίωσή σου, θα το δεις…"  Τότε εσύ, κακόμοιρε, που μετά βίας αναπνέεις και προσπαθείς να σταθείς στα πόδια σου, ξεκινάς αδιαμαρτύρητα πάλι απ’ την αρχή ενώ είσαι σχεδόν σίγουρος πως αν δουλέψεις πιο σκληρά, αν ματώσουνε τα χέρια σου, η ψυχή σου ολάκερη, τότε μπορεί να αποκτήσεις όχι μόνο πέντε αλλά δέκα ολόκληρους σπόρους!
Με αυτόν τον τρόπο, σκέφτεσαι, πως θα μείνουν ευχαριστημένοι και "εκείνοι" που ορίζουν την ταυτότητά σου στο σύστημα και εσένα θα σου μείνουν έστω οι μισοί καρποί του κόπου σου, τους οποίους θα μπορείς ίσως να διπλασιάσεις ξανά και ξανά και ξανά…
Έτσι κάνεις τα πάντα φτωχέ μου άνθρωπε, γίνεσαι άπληστος, τόσο που διατίθεσαι να χάσεις και την ψυχή σου. Σιγά σιγά ανακαλύπτεις αυτό που πάντα ήσουν, αλλά δεν το γνώριζες, ένα ρομπότ, φτιαγμένο από τα πιο προηγμένα τεχνολογικά υλικά…
Κάπως έτσι πέρασε ο καιρός, χρόνια ολόκληρα, ανεπιστρεπτί.
Όσο περισσότερους σπόρους έφτιαχνες, τόσο περισσότερους σου άρπαζαν. Αυτό ήταν το τίμημα βλέπεις και ήσουν υποχρεωμένος να το πληρώνεις δια βίου προκειμένου να παραμείνεις ενταγμένος στο σύστημα.
Κάποτε όμως έφθασε η στιγμή που άρχισες να σκουριάζεις. Εκείνα τα άλλοτε προηγμένα υλικά από τα οποία νόμιζες πως είσαι καμωμένος, πάλιωσαν.
Σκούριαζες λοιπόν, ξέφτιζες, κομμάτια ολόκληρα έπεφταν σε κάθε σου κίνηση, ακόμα και σε κάθε σου σκέψη. Τελικά είχες ημερομηνία λήξης κι ας νόμιζες πως ήσουν αθάνατος… Ήσουν απλώς αναλώσιμος.   
Τότε συνειδητοποίησες πως έφτασε ο καιρός σου, αργόσβηνες και τι ειρωνεία, δεν σου είχε απομείνει τίποτα. Ένας φτωχός κακομοίρης ήσουν που έδινε τα πάντα στο σύστημα για να σε προστατεύει, για να μην είσαι μόνος. Κι όμως φτωχό μου ανθρωπάκι που κάποτε γεννήθηκες άνθρωπος, ήσουν πιο μόνος από ποτέ.
Έτσι, ξεκίνησες τρικλίζοντας και κρατώντας σχεδόν την τελευταία σου ανάσα για να ρωτήσεις "εκείνους" τι ήταν αυτό που τώρα πια θα σου απέμενε να κάνεις, τώρα που το τέλμα της ζωής σου ήταν κοντά…
Σε υποδέχτηκαν με μεγαλοπρέπεια, μες σε φαντασμαγορική γιορτή και φορώντας το πιο αστραφτερό τους χαμόγελο. Εσύ θαμπωμένος και αποσβολωμένος προσπάθησες να τους εξηγήσεις πως χρειαζόσουν την βοήθειά τους.
Επιτέλους, σκεφτόσουν, είχε φθάσει ο καιρός να σε ανταμείψουν και αδημονούσες… Αν όχι τώρα, λίγο πριν το τέλος, τότε πότε;
"Εκείνοι", με το χαμόγελο πάντα κολλημένο στα χείλη τους, άρχισαν να σε επευφημούν και γρήγορα έσπευσαν να σου ανακοινώσουν τα ευχάριστα νέα:
"Δεν χρειάζεται πια να ανησυχείτε για τίποτα! Εμείς, το σύστημα, θα φροντίσουμε για όλα. Το κράτος που όλη σας την ζωή πιστεύατε τυφλά σε αυτό, έφθασε ο καιρός να σας ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Μετά μεγάλη μας τιμής λοιπόν σας ανακοινώνουμε την προσφορά της πιο μεγαλόπρεπης και αξιοσέβαστης… Κηδείας που έγινε ποτέ!  Το πιο υπέροχο δε, απ’ όλα, είναι πως δεν χρειάζεται να πληρώσετε απολύτως τίποτα! Έφθασε ο καιρός επιτέλους να ανταμειφθείτε και εσείς φτωχό, καλό μας ανθρωπάκι!!!!"  


Μια μέρα, καθώς έψαχνα τα μπλοκάκια και τις σημειώσεις μου, ανακάλυψα αυτό το κείμενο που κάποτε είχα γράψει. Η ημερομηνία επάνω έλεγε Μάρτιος 1995.
Δεκαοχτώ χρόνια πριν, Χμμμ… Κι όμως, τόσο επίκαιρο… Δεν νομίζεις; 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου