"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


11 Οκτ 2015

Τι σκατά ξέρεις τελικά;




Σουλατσάρεις από δωμάτιο σε δωμάτιο, φτιάχνεις έναν καφέ, μαζεύεις δύο πεταμένα ρούχα, ξύνεσαι, ξεφυλλίζεις ένα βιβλίο, ξαναπετάς τα ρούχα επάνω στο άστρωτο κρεβάτι, ανοίγεις την τηλεόραση, ξεφυσάς, την ξανα κλείνεις, ζουλάς κανά σπυράκι, ξεφυσάς… Κι όλα αυτά για να μην σκέφτεσαι, κάτι, οτιδήποτε να μην σκέφτεσαι, θα έχεις να πληρώσεις το ενοίκιο την άλλη εβδομάδα; Δεν ξέρω. Θα σε πάρουνε για δουλειά; Δεν ξέρω. Θα σε φτάσουν ο καφές, η ζάχαρη, το ψωμί, τα τσιγάρα για μια βδομάδα ακόμα; Δεν ξέρω.

Κάθε απόγευμα όταν τελειώνεις από την δουλειά και πριν πας σπίτι, περνάς από εκείνο το μικρό εκκλησάκι που δεν έχει ποτέ κόσμο. Μόνο μία γριά που κάθεται πάντα σε μια ξεχαρβαλωμένη ψάθινη καρέκλα, δίπλα από την πόρτα. Μπαίνεις και ανάβεις ένα κεράκι, κάθε φορά, κάθε μέρα επί ενάμιση μήνα τώρα και φεύγεις. Δεν ξέρεις γιατί… Ίσως για κάποιο θαύμα. Εσύ που σιχαίνεσαι τις εκκλησίες, που δεν πιστεύεις ούτε σε θεούς, ούτε σε δαίμονες. Εσύ… Να γίνει κάποιο θαύμα… 
Για εκείνη, που η ζωή της έγινε ζωή σου και χωρίς την δική της δεν ξέρεις αν θα έχεις πιά ζωή.
Προδιαγεγραμμένο άδικο και γρήγορο τέλος η ξαφνική της αρρώστια. 
Γιατί δεν πρόλαβες να πάρεις "μια ανάσα" μαζί της; Δεν ξέρω.
Είσαι 40 χρονών, στην πιο δημιουργική φάση της ζωής σου. Θα ξανα φτιάξεις όνειρα, θα αγαπήσεις ξανά, θα τον βρεις τον άνθρωπό σου ξανά; Δεν ξέρω.

Προσπαθείς να βάλεις σε μια τάξη, όλες εκείνες τις παραπεταμένες, σε άλμπουμ και κουτιά εκατοντάδες φωτογραφίες. 
Μισή ζωή πάνω στα γόνατά σου.
Φίλοι, γνωστοί, γκόμενοι, στιγμές, ήμερα, άγρια, ημέρες και νύχτες. Μπαίνεις στην χάρτινη μηχανή του χρόνου και σε βλέπεις 14, 22, 28, 30, 37… Χρονών και τώρα; Δεν ξέρω. Έντονη ζωή με τα πολύ πάνω και τα κάτω της. Και τώρα, ποιος στέκεται δίπλα σου; Ποιός σε συντροφεύει στον πρωινό καφέ σου, στο μαξιλάρι δίπλα σου; Δεν ξέρω.
Τι οξύμωρο… Κάποτε μέτραγες βιαστικά προς τα πάνω και τώρα μετράς αντίστροφα. Θα βρεις εκείνον που θα σου αρπάζει με το έτσι θέλω το τηλεκοντρόλ της βόλτας σου, της ζεστασιάς και της αγάπης σου, μόνο και μόνο για να στα χαρίζει διπλά, με το έτσι θέλω; Δεν ξέρω. 
Θα βρεις την δική σου οικογένεια, εκείνη που ξέχασες να φτιάξεις; Δεν ξέρω.

Τι είναι ο άνθρωπος; Υπάρχει Θεός; Να την κόψω ή να μην την κόψω την αναβολή και να τελειώνω με τον στρατό; Θα με πάρει τηλέφωνο ή δεν θα με πάρει τηλέφωνο; Θα γίνει η συντέλεια του κόσμου; Θα παντρευτώ; Θα γίνει ο Βαρουφάκης επόμενος πρωθυπουργός ή εναλλακτικό μοντέλο του Calvin Klein και η Ελλάδα στο ευρωπαϊκό κλάιν μάιν για τα επόμενα 50 χρόνια; 
Θα πλακώσουν οι εξωγήινοι; 
Θα γίνεις μάνα, πατέρας, νονά ή κουμπάρος; ΔΕΝ ΞΕΡΩ.

Πόσα  "δεν ξέρω" μπορούν να χωρέσουν ακόμα στην τσέπη της ψυχής σου μωρέ;
Τι σκατά ξέρεις τελικά;

Ξέρεις κάτι ρε;
Αυτό… Tο αν αγαπάς κάποιον, το ξέρεις πάντα. Είναι ναι ή όχι!
Αν η απάντηση στην ερώτηση της αγάπης…
Αν η απάντηση στην ερώτηση της επιθυμίας σου…
Αν η απάντηση στην ερώτηση της έληψής σου…
Αν η απάντηση στην ερώτηση του θέλω σου…
Αν η απάντηση στην ερώτηση του μαζί…
Είναι, "δεν ξέρω…"
Και εντέλει αν τίθενται το ζήτημα της "ερώτησης", τότε είσαι ένα βουνό φτυαρισθέντα σκατά.
Κι ας νόμιζες πως είναι άλλη η μορφή σου…
Δεν είσαι τίποτε άλλο παρά ένας σκατάς μαϊ φρεντ, με ωραία μυρωδιά -για το ξεκάρφωμα-.

Σκάσε λοιπόν και τράβα να μάθεις, από μέσα σου, απέξω σου, στο εδώ ή σε άλλη χώρα, από βιβλία, από ανθρώπους ή γκουρού, αλλά μάθε, για αυτό που μπορείς, για ό,τι μπορείς και όσο μπορείς… Να ξέρεις!
Να ξέρεις αν είσαι λαθρεπιβάτης ή άρχοντας στο ταξίδι της ζωής σου.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου