"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


10 Δεκ 2014

Κάπως έτσι… Αδιανόητα.





Άμετρη παρωδία οι παρόλες σου,
μπας και ξεπλύνεις αμαρτίες
με άγιες λέξεις.
Ακατάσχετο τρεχαλητό ο νους, μπας και ξεγελάσεις τα θολά σου όνειρα.

Μα σε ξέρω ανθρωπάκο μου…
Μετοικίζεις την ευδαιμονία σου, μια στο εδώ και μια στο εκεί.
Να φτιάχνεσαι μόνο γλύφοντας τους ξεραμένους  λεκέδες των παθών σου.
Να παραζαλίζεσαι μόνο από τις αναθυμιάσεις της άνομης ηδονής σου.
Κι όλα αυτά…
Ίσα για να θαμπώσεις την βιτρίνα των απόκρυφων θέλων σου.
Μέχρι να πάψεις… Να θες.

Είδες;  Σε ξέρω ανθρωπάκο μου.
Ως πότε αναρωτιέσαι θα μένει αψηφίδωτη
η επίχρυση κορνίζα της ζωής σου;
Να θες και να μην σου δίνεται,
Να σου δίνεται και να μην μπορείς… Να μπορείς και να μην θες…
Μετέωρος σε χαρά και πόνο. Στο εδώ και στο εκεί. Ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.
Σαν το φάντασμα που εξαρτάται από το στοίχειωμά του, να πιαστεί από κάπου.
Να πιαστεί από αλήθεια, να αγκαλιαστεί, να φιληθεί,
να μετρηθεί κι ας νικηθεί… Κι ας βγεις λιγότερος.
Ναι. Λιγότερος… Μη σε φοβίζει αυτό…

Είδες; Σε ξέρω.
Ξετυλίγεις το λαμπερό περιτύλιγμα της καρδιάς σου,
με κομμένη την ανάσα, σαν προσδοκώμενο δώρο,
λες και την ξεθώριασε ο καιρός των χαμένων αισθημάτων…
Κρέμεσαι με τα νύχια από το χρώμα της,
με την αγωνία σου, να ορκίζεται στο όνειρο.
Κόκκινο βαθύ… Είναι;
Και την βλέπεις με τρόμο… Πάλι είναι αχρωμάτιστη…
Και θες να τηνε χρωματίσεις χωρίς αιδώ και σύνεση, αλλά με κραυγή και έτσι θέλω.
Μα δεν γίνεται αυτό ανθρωπάκο μου.
Δεν γίνεται αν δεν την έχεις ανοιχτή… Ορθάνοιχτη πρέπει να την έχεις, να την εκθέτεις.
Μη την (περι)τυλίγεις και την κρύβεις.
Με αδάμαστη ευθαρσία…
Να την κυλάς σε χώμα και νερό και σαν Θεός, ξανά,
να "πρωτοπλάθεις" την αδιανόητη χαρά σου.

Είδες; Έτσι.
Τις απρεπείς ψυχές να τις καρφώνεις χάμω, με σκουριασμένα τα καρφιά.
Να μην μπορούν ποτέ να σε ζυγώσουν,
παρά μονάχα στην βρωμιά τους, εκεί άφηνε τες,
στα μαύρα τα κενά να ξεσπαθώνουν… Κι άσε να νομίζουν πως σε λυτρώνουν.
Εσένα, κοίτα να ναι η ψυχή σου αδιανόητη…
Ολόκληρος να γίνεις αδιανόητος.
Το  χαμόγελό σου, το βήμα και της ζωής, το πορφυρό ταγκό σου.
Αδιανόητα να ποθείς και να ερωτεύεσαι.
Αδιανόητα να νοιάζεσαι και άμετρα να προσκυνάς εκείνα που αγαπάς.
Κάπως έτσι… Όπως αδιανόητα γεννιόμαστε.

Μη θρέφεις με ανέξοδες αγάπες τον νάρκισσο εγώ σου καλέ μου,
Το ανικανοποίητο…  Στέκει κενό που όλο μέσα του σκοντάφτεις.
Και ας σκαρφαλώνεις… Πάλι θα πέφτεις μέσα.
Γι’ αυτό σου λέω, βγες και τρέχα, τρέχα μέχρι να σου κοπεί η ανάσα.
Τρέχα στην αγκαλιά που απόλυτα και για όλα ελπίζεις και ποθείς.
Κι ας βγεις λιγότερος… Μα θα ‘σαι αθάνατος…
Και οι αθάνατοι, δεν μετρηθήκαν ποτέ στο λίγο ή το πολύ τους. 
Δεν νοιάζονται ποτέ, αν μετριέται η πληγή τους… Ποτέ σου λέω.
Και να το ξέρεις…
Κάπως έτσι… Αδιανόητα θα ξαναγεννηθείς και έτσι αδιανόητα, θα με θυμάσαι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου