"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


16 Ιαν 2014

Λίγο ακόμα και μεγάλωσα;




Τι κι αν με πλανεύουν κάποτε, της ζωής τα μαγικά της παραμύθια…

 Εγώ θα υποκλίνομαι αδιαπραγμάτευτα, μόνο στην αλήθεια.




Έμαθα καλά αυτά που πέρασαν, κάποια τα γεύθηκα, άλλα τα κατάπια μα τίποτα ποτέ δεν έφτυσα. Και τα καλά και τα κακά τα φιλοξένησα, τα όμορφα όμως με λαχτάρα τα υιοθέτησα.
Με τα χρόνια μεγάλωσε η οικογένεια της ψυχής μου και με μεγάλωσε. Έμαθα να είμαι σωστή και πιο καλή του εαυτού μου μάνα.
Τα ξέρω αυτά που πέρασαν όχι όμως εκείνα που θα ‘ρθουν. Τους προορισμούς δεν τους γνωρίζω, ευτυχώς. Δεν με ενδιαφέρει να τους μάθω. Θέλω να αδημονώ, να λαχταρώ, να ζω τη κάθε μέρα και τη κάθε μου στιγμή. Κομματάκι, κομματάκι να μου αποκαλύπτεται το φως που θα λούζει τις ημέρες και τις νύχτες μου. Της ζωής μου, του έρωτα και της τέχνης μου τα αμέρωτα.
Τους ανθρώπους δεν θέλω πια να τους φροντίζω, αλλά με κατάνυξη και προσοχή να τους ακούω και όσο μπορώ την ψυχούλα τους να αγγίζω. Ξέρεις πόσο λίγοι άνθρωποι, στα αληθινά σε ακούνε; Γι’ αυτό σου λέω, το μόνο είναι που με νοιάζει πιο πολύ, να μιλώ λιγότερο και να ακούω περισσότερο. Η σιωπή είναι πολύτιμη, είναι σοφή, γυμνάζει τον νου και την καρδιά. Κι αν σε άλλους καιρούς μίλαγα πολύ, τώρα, αυτά που θέλω να πω, να τα γράφω και να τα ζωγραφίζω προτιμώ. Βλέπεις, η σιωπή βαπτίζει απ’ την αρχή την σκέψη. Σε κάνει να επιλέγεις αυτά που λες, διώχνει τα περιττά, κρατάς και μοιράζεσαι, μόνο τα ουσιαστικά. Εκείνα που σε μετουσιώνουν και σε μεταμορφώνουν σε άλλη γη, πιο γόνιμη που εύκολα τα ανθρώπινα μπορείς να τα καλλιεργείς.
Άλλαξε η ματιά μου, μετράω τους ήχους μου αλλιώς, ζυγίζω τη φωνή και νιώθω πιο πολύτιμη την δική μου και των άλλων την αφή.
Τι κι αν μεγαλώνει το κορμί; Η καρδιά αγέραστη μου μένει, προς τα πίσω πάει και όλο θέλει να με μικραίνει.  
Κάποτε φοβόμουνα πολύ, χαμήλωνα τα μάτια και κρυβόμουνα μέσα μου, εκεί που ήμουν ασφαλής, όμως κατάλαβα πως η πραγματική ασφάλεια είναι μόνο στον εαυτό σου η μετάνοια.
Να με αγαπώ, να με φροντίζω και να με συγχωρώ.
Ξέρεις… Ακόμα φοβάμαι, όμως η ψυχή μου είναι βαθιά και η ανάσα της, φουσκώνει περήφανα τα στήθη της ζωής μου γεμίζοντάς με αρχοντιά. Άλλωστε, πότε γαλήνια και πότε αγριεμένη,
η θάλασσα πάντα θάλασσα θα παραμένει. Γι’ αυτό στην τρικυμία της κρατώ σφιχτά τη σανίδα της καρδιάς, κι αν το νερό της καταπίνω δεν σταματώ ούτε μια στιγμή μέσα της να βουτώ, να κολυμπώ. Όμως στη γαλήνη της, πάντα μα πάντα, με χαϊδεύει και με αγκαλιάζει σε κάθε ευκαιρία, το σώμα της ψυχής μου αγαλλιάζει. Έτσι πορεύομαι, να πλέω μόνο και να πλένομαι στον απέραντο του βίου μου ωκεανό.
Τώρα πια, υπολογίσω τις δικές μου και των γύρω μου τις αντοχές, έμαθα πως δεν αντέχουν όλοι στις δύσκολες της ψυχής μας τις στροφές.
Κάποιοι κλαίνε όταν μεθάνε. Εγώ ποτέ. Στην μέθη μου απάνω, μόνο γελάω, τη λύπη και την χαρά μου, πάντα σαν γιορτή την τραγουδάω. Αφού να φανταστείς μπορώ, χωρίς γλυκό κρασί, την ζωή μου αλλά και των άλλων να την μεθάω, σαν αργεντίνικο τανγκό με πάθος όλο την γυρνάω.
Πολλοί με νομίζουν δυνατή και βράχο της καθολικής μου λογικής ότι όλα με μαθηματική ακρίβεια τα υπολογίζω, κι ας κάνω πως δήθεν αδιάφορα σφυρίζω… Ίσως, είναι κομμάτια μου κι αυτά, αλλά, δεν είμαι τίποτε άλλο παρά μια αποστάτισσα του ρομαντισμού και ενός τρελού μποεμισμού.
Όμως, στο λέω και μάθε το καλά. Την παραφορά μου κάθε στιγμή μου την γεννάω και κάθε μέρα, καπέλο την φοράω. Δεν μπορώ να αρκούμαι στο λίγο και μισό, μα θέλω πάντα της ζωής το Όλον να διεκδικώ.







8 Ιαν 2014

One Man's Dream…






Άκου φίλε μουΘα σου πω, θα στα πω όλα να καταλάβεις, να τα ξέρει κάποιος…
Αδύναμη η όραση αφού έτσι κι αλλιώς εκείνη ορίζεται από την (συν)αίσθηση.  
Μια πλάνη των αισθήσεων η εξωτερική πραγματικότητα μόνο, αφού τα μάτια της καρδιάς βλέπουνε πιο καλά, πιο καθαρά. Και είναι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ…
Ακούς φίλε μου; Με τρομάζει αυτό που βλέπει η καρδιά κι αρνιέται η λογική, γιατί την καρδιά δεν την ελέγχεις, δεν μπορείς. Είναι άναρχη σου λέω και όπου θέλει εκείνη πάει. Όλους τους σπάει.
Δεν αντέχω χωρίς αυτήν, να είμαι μακριά της. Αλλά ούτε και κοντά της.
Πονάω όταν την κοιτώ και εκείνη δεν με βλέπει. Μπορείς να καταλάβεις τι σου λέω;
Δεν πειράζει αν δεν μπορείς, αρκεί να ξέρεις. Αν θες πέστα και αλλού, ας τα μάθει
ο κόσμος όλος, δεν με ενδιαφέρει να εκτεθώ, καρφάκι δεν μου καίγεται…
Αφού σε εκείνη πρώτα εκτέθηκα, την ψυχή μου αμέτρητες φορές μπροστά της, την ξεγύμνωσα κι ας ήθελε με της αδιαφορίας τα ρούχα τα βαριά της να με ντύνει.
Σε χίλια δύο κομμάτια έκοβε τα αισθήματά μου.
Αχόρταγα τα μπούκωνε, τα μάσαγε κι ύστερα
προκλητικά μου τα ‘φτύνε στο πρόσωπο γεμίζοντάς το από ρωγμές.
Σημαδεμένος φίλε μου κυκλοφορώ. Έφτιαξα άλλα πρόσωπα για να φορώ, μάσκες περίτεχνες, να σκεπάζουν τις ουλές… Πρώτα εγώ να μη τρομάζω, για τους άλλους, δεν με νοιάζει.  
Μου έταξε πολλά και τίποτα δεν έκανε απ’ αυτά.
Τόσα ταγμένα βλέμματα, φιλιά και σ’ αγαπώ, που άλλο πια δεν μου χωράνε…
Να τα βγάλω θέλω απ’ της καρδιάς τα σωθικά. 
Γι’ αυτό σου λέω, θα τα αφήσω ελεύθερα, να γίνουν κάτι άλλο.
Να γίνουν χώμα, να σκεπαστώ, να κουκουλωθώ, απ’ την αρχή να ανθήσω.
Να γίνουν δρόμοι, να φύγω, να τρέξω, να σωθώ.
Να γίνουν αστέρια, να φωτίσουν τα σκοτάδια μου.
Να γίνουν βροχή, να με ποτίσουν.
Να γίνουν καράβια, να σαλπάρω.
Να γίνουν άνεμος, για άλλους κόσμους να πετάξω.
Βαρκούλες χάρτινες οι λέξεις και πόσο να αντέξουν στις τρικυμίες της ζωής...
Μόνες τους μόνο μπορούν να ταξιδεύουν και για λίγο, γιατί με άλλονε μαζί,
εύκολα βουλιάζουν, είναι χάρτινες βλέπεις… Οι λέξεις.
Αυτό ήταν… Μια δειλή, που κρύβονταν πίσω από λέξεις και βλέμματα που φώναζαν, το ‘βλεπα σου λέω, αλλά εκείνη τίποτε δεν έλεγε, μιλιά. Με θύμωνε αυτό.
Αρρώστια η δειλία μας καλέ μου φίλε, η δική μου και η δική της.
Όμως για την δική μου την ομίχλη, θυμώνω περισσότερο.
Που στη θολούρα μου απάνω, δεν την άρπαξα…
Υπήρχανε μέρες που το κορμί μου αντιδρούσε, έτρεμε, κρύωνε γιατί δεν ήτανε κοντά, να με ζεστάνει, να μπω, μέσα της να κρυφτώ κι ας καώ απ’ την δική της, τη φωτιά. Πιότερο είναι φίλε μου να καίγεσαι, παρά να λιώνεις… 
Κι όμως, βρήκα τρόπο σου λέω, κλείνω τα μάτια και την κοιτώ, βουτάω στο βλέμμα αυτό, βουτάω και κολυμπώ σε εκείνο τον βυθό, το σκοτεινό… 
Πότε, πότε ακόμα της μιλώ. Τις νύχτες, όταν ξαπλώνω,
σφιχτά με αγκαλιάζω και θαρρώ πως εκείνη ακουμπώ.
Ήμουν αχόρταγος για εκείνη. Η δική μου η ανάσα γίνονταν δική της.
Η δική της η ζωή, δική μου λύτρωση. Λέω "ήμουν" γιατί φοβάμαι να πω "είμαι" μη και το ακούσω και χαθώ, με τραβήξει στην άβυσσό του.
Με πλήγωσαν και πλήγωσα πολλές, έκλεισαν σου λέω, εκείνες οι πληγές.
Αυτή όμως φίλε μου, η ριμάδα, με τίποτα δεν κλείνει. Γάγγραινα νομίζω πως θα γίνει και θα μου κόψουνε το σώμα το μισό.
Είμαι. Ναι, ναι καλέ μου φιλέ, μισός είμαι χωρίς εκείνη.
Αυτό σου λέω θα γίνει… Την επόμενη φορά που θα με δεις θα είμαι μισός.
Άκου… Θέλω άξαφνα σαν το φάντασμα, μπροστά της να βρεθώ.
Με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό της με βία να αρπάξω και να της φωνάξω,
είσαι ηλίθια… Ηλίθια σε αγαπώ.
Όμως δεν θα το κάνω,  ακούς;  Ποτέ δεν θα το κάνω.
Θα τρώω τις σάρκες της ψυχής μου μόνο, μπας και χορτάσω την πείνα μου για εκείνη. Κι όταν σώσω από ψυχή, θα μαζέψω στη χούφτα, όση μου έχει απομείνει…
Να της την δώσω νεράκι να την πιεί και ποτέ ξανά να μην διψάσει για άλληνε ζωή.
Η σιωπή σε γδέρνει ολόκληρο φίλε μου και περιφέρει το τομάρι σου από δωμάτιο σε δωμάτιο… Κάποτε θα τα καταφέρω σου λέω, θα πάρω στης καρδιάς τον ώμο, δισάκι το τομάρι μου και θα πάω να την βρω, να της πω:
Σ’ αγαπώ τόσο πολύ που δεν σε θέλω πια,
αφού εσύ θες μόνο τα μαύρα σου να χρωματίζω.
Την απόσταση την έθρεψες με χρόνο ατελείωτο, μεγάλωσε, μας ξεπέρασε…
Μάκρυναν οι δρόμοι και πώς να μας προφτάσει η αγάπη…
Ένα τόσο δα την έκανες, σε μια άκρη να στέκει, πετραδάκι.
Όμως, η αγάπη μάτια μου δεν έχει ορισμό, είναι άμορφη και άμετρη
κι όπως εκείνη θέλει σε μεταμορφώνει και σε γιγαντώνει.
Και εμένα γίγαντα με έχει κάνει πια. Να, με μιας σκέψης δρασκελιά,
φθάνω κοντά στη δική σου ομορφιά.
Δεν μου λείπεις καθόλου, με ακούς; Δεν μου λείπεις γιατί σε έχω.
Μέρα νύχτα μέσα μου σε κουβαλώ.
Όπου κι αν πάω μαζί μου έρχεσαι.
Ότι ονειρεύομαι μαζί σου το κοιτώ.
Ότι αισθάνομαι, μαζί σου το ακουμπώ.
Ότι αναπνέω, μαζί με ‘σένανε  το ζω.
Αλήθεια σου λέω, σαν γνήσιο αρσενικό, τίμια κι αντρίκεια σου μιλώ…
Γιατί τώρα πια, εγώ… Έγινα Εσύ.