"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


13 Αυγ 2014

Άφηκέ μου λίγο ρου και θα σου δώσω τινα


Photography:Sergio Larraín


Η μεγαλειότητα του πάθους, των άκρων ποθούμενων δυνατών ερώτων. Τι ποιο υπέροχο απ’ το αλόγιστο τρέμουλο του πάθους;
Να ζεις ωσάν ήρωας ταινίας ή όπως σμιλεύεται μια παραμεθυσμένη ζωή στα απόκρυφα σπλάχνα των διηγημάτων.
Τι ωραία… Τι όμορφα… Και ταξιδεύεις... Ταξιδεύεις ή…

Σκαλίζεις την μύτη σου με μανία, σαν να ψάχνεις να βρεις πετρελαιοπηγή, κάνεις ένα μπαλάκι και το πετάς σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Χα!
Κατάλαβες γιαβρί μου; Εμείς καθορίζουμε την πραγματικότητά μας.
Τι θες να είσαι; Ήρωας ή Καρτούν;
Είναι απλό μανάρι μου, διαλέγεις και γίνεσαι. Εσύ, που σιχτιρίζεις την ρουτίνα σου, ξέρεις πόσο πολύτιμη είναι; Πόσο εξαρτάται αυτή από τον πλούτο που εσύ της προσδίδεις;
Ναι… Ξέρω, στο ίδιο έργο -σαν την ημέρα της Μαρμότας- θεατής.
Ίδια πρόσωπα, γκόμενα/γκόμενος, συζυγικές υποχρεώσεις, ίδιες γεύσεις, δουλειά, ακαταστασία/τάξη, ίδιες διαδρομές, φανάρια, στάσεις, ίδιες γκρίνιες/χαμόγελα, ίδιες εκπομπές…
Όλες εκείνες οι στιγμές που σε κάνουν να νιώθεις πως βυθίζεσαι στην ατέρμονη επανάληψη της ίδιας μέρας. Πάτα ρε παιδί μου λέμε το κουμπί, κλείσε τα ή άλλαξε κανάλι στα καθημερινά σήριαλ της ζωής σου. Όμως πριν το κάνεις σκέψου πέντε λεπτά, δεν χρειάζεται παραπάνω, πέντε λεπτά…

Θυμήσου, τους φίλους που τσίριζαν το όνομά σου έξω από το παράθυρο μέχρι να πεταχτείς έξω και να ανηφορίσετε μαζί, όλα τα αλάνια, προς το εξαντλητικό παιχνίδι έως ότου νύχτωνε. Κάθε φορά.
Θυμήσου, Τα μεσημέρια, μετά το σχολείο, το ζεστό σερβιρισμένο φαγητό που πάντα σε περίμενε στην θέση του και πάντα,
«να πλύνεις τα χέρια σου!» έλεγε η μάνα. Κάθε φορά.
Θυμήσου, Τα καλοκαίρια σου, στις διακοπές, στην θάλασσα να καίγεσαι και να μην σε νοιάζει τίποτα. Τα απογεύματα, μετά τον ύπνο, το παγωτό μηχανής, το βράδυ σινεμά και τις ντροπαλές αγκαλιές. Κάθε φορά.
Θυμήσου, τις κοπάνες, τις αφραγκίες, το τσιγάρο στα δύο με γραμμένα στιχάκια την αγωνία του ανεκπλήρωτου έρωτα στην πίσω πόρτα της τουαλέτας. Κάθε φορά.
Θυμήσου, τα στέκια με τα μηχανάκια αραδιασμένα στην σειρά, τους γκομενικούς ενθουσιασμούς και τσαμπουκάδες. Την παρέα, τα αφιερώματα, τα κλάματα, τα γέλια. Όταν αργούσες να γυρίσεις το βράδυ, το κλειδί πίσω απ’ την πόρτα και η γκρίνια που σε υποδέχονταν μετά του αναμαλλιασμένου πατέρα, «Τι ώρα είναι αυτή; Κομμένο το χαρτζιλίκι ρε, Σε ένα μήνα θα ξαναβγείς!» Κάθε φορά.
Τα ίδια και τα ίδια, κάθε φορά! Τι ρουτίνα Θεέ μου… Γλυκιά!!!

Χμμ... Ναι. Όσο περνάει ο χρόνος και ο καιρός, το βλέμμα της καρδιάς τα θωρεί αλλιώς τα πράγματα. Τα ζυγιάζει πιο προσεκτικά.
Φθάνει η στιγμή που συλλογίζεσαι πόσο μετράει το κάθε τι.
Και τώρα τι; Για πες για το τωρινό ρου της ζωής σου…
Τι θες να αλλάξεις, να πετάξεις ή να κρατήσεις;
Την δουλειά σου; Ξέρεις, αυτή που σε ταλαιπωρεί αλλά κάθε μήνα παίρνεις έναν μισθουλάκο και μπορείς να την βγάλεις, να πληρώσεις το ενοίκιο και το κινητό που δεν μπορείς να αποχωριστείς. Ε να κάνεις και κάποια ψώνια στο σούπερ μάρκετ, κάτι λίγα και πιθανόν να βγεις να πάρεις τελικά και εκείνο το φοβερό παντελονάκι που είχες δει πριν δυο μέρες. Και ο προϊστάμενος που στα πρήζει; Τι; Αυτός που παίρνει περισσότερα φράγκα από εσένα αλλά τον έχουν χώσει κάτι δωδεκάωρα; Τον κακομοίρη, κολλημένος εκεί, σάμπως δεν του 'φθάνε η μαγκουφιά και η τεράστια γαμψή μύτη, τον τελευταίο χρόνο του ‘πεσαν και τα υπόλοιπα μαλλιά, τι τα θες…
Ενώ εσύ αύριο, ίσως και να αρχίσεις να ονειρεύεσαι καλύτερα, σπουδαιότερα και καινούργια, με ή χωρίς μαλλιά!

Το πρόσωπο που κοιμάται δίπλα σου; Ξέρεις, εκείνο που σου γκρινιάζει για τους λογαριασμούς, που δεν το προσέχεις, που δεν βγαίνετε πια, που όλο παραπονιέται και... Το βράδυ, μπρός στο χαζοκούτι, κουρνιάζεις στον ώμο, στο μάγουλο, στο χέρι, την ψυχή σου πάνω του.
Με το ίδιο πρόσωπο που γελάτε μέχρι δακρύων και πονάει η κοιλιά σας για χαζομάρες που είναι δικές σας, που μόνο εσείς καταλαβαίνετε και που οι άλλοι, αν σας έβλεπαν, θα σας έλεγαν ηλίθιους. Με το ίδιο πρόσωπο που τσακώνεστε για το ποιος θα πάει για ψώνια και τελικά πάτε μαζί και αγοράζετε και τις αηδίες που σας αρέσουν.
Ξέρεις, εκείνο το πρόσωπο μωρέ που ξαπλώνει τις νύχτες δίπλα σου και σε εκνευρίζει το ρουθούνισμα των 60 ντεσιμπέλ, αλλά έχει μόνιμα το πόδι του κουλουριασμένο σαν κουτάβι στο δικό σου.

Τι θες να αλλάξεις, να πετάξεις ή να κρατήσεις από το γνώριμο σου, το οικείο σου, εκείνο το κάθε ‘μέρα σου;
Μήπως αν το χάσεις, θα σου λείψει;
Μήπως να το προστατεύσεις, να το φροντίσεις; Έτσι, για αλλαγή…
Σάμπως δεν μπορείς να κάνεις μυθιστορηματική την ρουτίνα σου όποτε θέλεις;
Άλλωστε όσο και όσα θες να αγαπάς… Εκεί θα είναι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου