"Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων''

Γ. ΡΙΤΣΟΣ


27 Μαΐ 2015

(Ά)μετρον





Όλο μετράω… πέντε, δέκα , δεκαπέντε, είκοσι, είκοσι πέντε… Φτου και βγαίνω!
Σε ψάχνω, σε βρίσκω και μετά εσύ πάλι τρέχεις να κρυφτείς… Όλο μου κρύβεσαι.
Και μπροστά μου όταν είσαι, πάλι κρύβεσαι, πίσω από χίλιες δυο αιτίες.
Σταμάτα να μου κρύβεσαι σου λέω, γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να σε ψάχνω.
Όμως έχεις δίκιο. Καλά κάνεις και κρύβεσαι, μείνε όσο πιο μακριά μου μπορείς.
Μην με μαθαίνεις στο βλέμμα, στην φωνή και στο βήμα σου.
Μην με ακουμπάς, καν σου λέω, γιατί τότε θα μου γίνεις ανάγκη και όταν δεν θα μπορείς, 
η μοναξιά μου θα ψηλώσει κι άλλο… Ήδη, με (ξε)περνάει τρία τέσσερα κεφάλια και με το ζόρι την κουλαντρίζω.

Εκτός… Αν θες να με αφήσεις να σε "βρω", να σε σώσω κι εσένα. Ναι, καμιά φορά, σώζω ανθρώπους. 
Μα μη νομίζεις, είναι ιδιοτελής και όχι ηρωικός ο λόγος. Σώζοντας άλλους, σώζω τον εαυτό μου. 
Τον σώζω με τα μοιράσματά μου, στα απέναντι, στα δίπλα και με όλα εκείνα που πιστεύω για ακριβά μου.
Όχι από ανωτερότητα, είναι μόνο που με κάνω στα μάτια μου καλύτερη.
Και εσύ… Δεν γίνεται να με "σώσεις" γιατί αυτός, είναι ο δικό μου ρόλος σε τούτον τον πλανήτη… 
Εσύ, βρες έναν άλλον δικό σου.
Να σε σώσω. Αυτό λοιπόν το μπορώ. Το αντέχω… Μέχρι να σε κάνω να φύγεις.
Τι; Θαρρείς ότι δεν μπορώ; Εύκολα! Απλά θα σε φιλήσω...
Στο στόμα σου, στα  χέρια, στο μυαλό κι ύστερα κατευθείαν στην καρδιά.
Εκεί που πονά περισσότερο, αλλά και ευφραίνεται ακαριαία.
Όποτε κι αν θέλω, μπορώ να σε κάνω να τρέξεις μακριά μου.
Απλά, θα πετάξω ξαφνικά στα μάτια σου, την σαΐτα του έρωτά μου, μπας και δακρύσεις.
Θα σου γνέψω, πως η απουσία σου με υποφέρει και με ξυπνά τα βράδια,
με τριγυρίζει από δωμάτιο σε δωμάτιο, ψιθυρίζοντάς σε. Σε ψιθυρίζω για να γλυκάνω λίγο την ανάσα μου, 
αλλά προσέχοντας να μην με ακούσεις, μη και σε γρατζουνίσει το γρέζι της επί-θυμικής φωνής μου.

Θα σου δείξω, πως κάθε γραμμή που χαράζω σε χαρτιά, τοίχους και πατώματα… Συνεχίζεται επάνω μου. 
Τα καλύτερα σχέδια γίνονται στο πρόσωπο, στο σώμα, ακόμη και μεσ’ την κόρη των ματιών μου.
Γι’ αυτό φοράω συνέχεια μαύρα γυαλιά, μη και φανώ, μη και με καταλάβεις.
Σχέδια που πραγματώνουν αυτό το άμετρο κάτι μου, σε μυστικούς χάρτες που οδηγούν, 
σε όλες τις χαμένες Ατλαντίδες μου. Ναι, δεν είναι μία, αλλά πολλές.
Ο νους, το βλέμμα, η αφή, η μυρωδιά, η αναπνοή και ο χτύπος της ψυχή μου.
Όλες οι Ατλαντίδες που σφραγίζουν τον μεγάλο χάρτη της ζωής μου.

Μπορώ να σε κάνω να τρέξεις μακριά μου. Μα δεν θέλω.
Γι’ αυτό κάποια στιγμή, θα εξαφανιστώ.
Θα σταματήσω να (σε) μετράω, να (σε) ψάχνω, να (σε) προσμένω.
Θα αρκεστώ στο άμετρο βάθος, του κάτι μου, που με/σε ξεπερνάει και στο χαμόγελο που δεν (με) ξεγελάει.
Ξέρεις κάτι; Δεν πειράζει που δεν είμαι για σένα το άλικο γράμμα μου.
Εγώ, θα το φοράω κατάστηθα και θα βηματίζω στα σοκάκια του μυαλού σου.
Κι ας μην βλέπει κανένας τον λαβύρινθο του νου σου…
Θα βλέπουν όλοι, τον μινώταυρο εαυτό μου και το μίτο του ονόματός μου... 
Χαραγμένο σε ολάκερο τον ουρανό σου. 





23 Μαΐ 2015

Οι Κερματάνθρωποι





Θυμάσαι, όταν ήμασταν πιτσιρίκια,  που συναντούσαμε, έξω από κάποιο μεγάλο περίπτερο ή πάρκο ένα αεροπλανάκι, αλογάκι, αυτοκινητάκι και διάφορα τέτοια;
Ξέρεις, αυτά που τα καβαλάγαμε, τους βάζαμε κέρμα και κείνα δήθεν ζωντάνευαν μαζί με μουσική υπόκρουση. 
Το καθένα, μέσο μεταφοράς για κάπου, για κάποιο μαγικό ταξίδι… Ενώ αυτό, εκεί, στο ίδιο σημείο, μόνο μας ξεγελούσε με το πάνω κάτω ή το πέρα δώθε του. Κι όμως, εμείς ζεν! Κάθε φορά σα να την κάναμε την βόλτα μας.
Και κάθε φορά σταματούσε ξαφνικά και δεν μας έφτανε το λίγο του και κάθε φορά πρήζαμε την μάνα, την αδερφή, τον πατέρα, για περισσότερα κέρματα.
Ήθελε βλέπεις, αχόρταγα το κέρμα του, αλλιώς έπαυε να χει ζωή και μαζί με αυτό,
έπαυε και η δική μας πρόσκαιρη χαρά.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, αυτό το παιδικό αλισβερίσι,
ήταν σαν ένα είδος μεταφορικής σκληραγώγησης…

Σάμπως και κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουνε το "κέρμα" τους;
Να τους τροφοδοτείς με το ενδιαφέρον και την προσοχή σου.
Έτσι μόνο αντιδρούν και συνεχίζουν να σε βλέπουν και να σε ακούν.
Όσο τους τροφοδοτείς με το "κέρμα" σου, τους "προχωράς".
Μην φανταστείς όμως για πολύ και δεν πρόκειται ποτέ να σε ταξιδέψουν. 
Δεν μπορούν. Εκεί, στο ίδιο σημείο θα είστε πάντα, σε μία περιορισμένη εμβέλεια ψυχής.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι, πάντα έρμαιοι του τροφοδότη τους, που περιμένουν το κέρμα σου για να αποκτήσουν λίγη ζωή. Σου δανείζονται λίγο χαμόγελο, λίγο βλέμμα, λίγο από μέσα σου, την μουσική.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι με το λαμπερό περίβλημα, 
με φωτάκια και λαμπερά χρώματα από την κορφή μέχρι τα νύχια, σαν τα αυτοκινητάκια…
Με τα πολλά υποσχόμενα όνειρα για τα παραπέρα σας βήματα, με δανεική όμως ζωή.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που αέναα θα πεινούν, την καταζητούμενη ποίηση του τροφοδότη τους. 
Οι κερματάνθρωποι λοιπόν… Ζουν ανάμεσά μας.
Μόνο που τους παίρνουμε χαμπάρι, όταν σταματάμε να τους "θρέφουμε".

Μεγάλωσα πιά και δεν χωράω σε κανένα αυτοκινητάκι ή διαστημόπλοιο και δεν έχω κι άλλα κέρματα, 
τα ‘φαγα, έστω και για λίγο όμως, τα γλέντησα.

Μα στο όνομα της προσευχής ισορροπίας και της σκιάς που πραγματώνεται στο φως,
ίσως συναντήσουμε, κάποτε, κάποιον "ακερμάτιστο".  
Αποστάτη της δανεικής αναπνοής. Πλάσμα με ακομμάτιαστη ματιά και υγρή φωνή.
Ναι… Υπάρχουν και αυτοί.

Άλλωστε, η ζωή είναι από μόνη της ανατρεπτική…
Αυτό το "ποτέ δεν ξέρεις" μοιάζει σωσίβια λέμβος σε κάθε λύπη και χαρά,
σε κάθε μικρή ή μεγάλη προσδοκία.
Η δική μας συμμετοχή σε αυτό, μικρή και απλή…
Αρκεί να είμαστε σούπερ ήρωες στα εύκολα και ανθρώπινοι στα δύσκολα.
Ναι, ναι.. Ακριβώς το αντίθετο σου λέω… 
Να διδασκόμαστε από την ουσία της ανατροπής στην ζωή…
Να γινόμαστε αρμονικά αναπάντεχοι όσο περισσότερο μπορούμε και πάντα 
με μεθυσμένη την ψυχή και ανάκαρη αφή να αναζητούμε τους ακερμάτιστους.

Ευτυχώς σου λέω, που δεν είμαι διαστημόπλοιο, αλλά αυτός που βολτάρει με μπαντιλίκια στα αστέρια. 
Γειώνεται και απογειώνεται, αλλά κάπως, τσούκου, τσούκου ταξιδεύει…

Και χωρίς κέρμα. 


2 Μαΐ 2015

Τόσο όσο… Για πάντα.



Photography: Emin Kuliyev




Κοιτάζω έξω από το παράθυρό και σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να έβλεπα την θάλασσα…
Αντ’ αυτού, το βλέμμα μου καρφώνεται, σε ένα παιδί, κάπου απέναντι, σε κάποιο αλλουνού παράθυρο. Έχει αγκιστρωθεί στην κουρτίνα και παιχνιδιάρικά την ανεμίζει και την ζαλίζει. Την κουνάει νευρικά, πέρα δώθε, μια την σπρώχνει προς το μέρος του και μια στον έξω κόσμο. Την τραντάζει απότομα, θαρρείς θέλει, μαζί με την κουρτίνα, να αποτινάξει τον άβουλο χρόνο, να τον βαπτίσει λίγο από την αθωότητα και την ενέργειά του.
Κοιτάζω έξω από το παράθυρό και σκέφτομαι… Πόσο θα ήθελα κι εγώ, να μπορούσα να τραντάξω μερικούς ανθρώπους. Έτσι, σαν να ‘τανε κουρτίνες.
Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι θέλουν. Που πιάνονται απ’ το σώμα και χάνουν την ψυχή τους ή βρίσκουν την ψυχή και χάνουνε το σώμα τους.
Μα μπορεί να υπάρξει η θάλασσα χωρίς το αλάτι της; Χωρίς τον ουρανό που αντανακλά το μπλε της;
O έρωτας χωρίς το πάθος και το "λάθος" πώς να χαρεί το όμορφο και το "σωστό";
Σε καταδέχεται, φίλε μου, η ζωή χωρίς αυτό;
Σάμπως να καείς, γίνεται χωρίς φωτιά και να πλυθείς χωρίς νερό;
Μη ξεχνάς, σου λέω, που είναι το σώμα σου και που η ψυχή.
Να σε τραβήξω, σαν να ‘σουνα κουρτίνα, να σε ταρακουνήσω και να σου πω…
Ξύπνα και παίξε με την ζωή κυνηγητό, γιατί αυτή δεν περιμένει, τρέχει.

Οι κατσαρίδες, έχουν μάθει να φοβούνται μόλις νιώσουν θόρυβο και φως κι ας μην ξέρουνε τον λόγο… 
Έχουν δεν έχουνε ψυχή.
Οι άνθρωποι, που λένε πως έχουνε από αυτή, γιατί φοβούνται τόσο τον "θόρυβο" όσο και το "φως", 
ξέρουν δεν ξέρουν το γιατί;
Πότε εσύ να κυνηγάς τον χρόνο και πότε να σε κυνηγά αυτός.
Να παραπαίεις ανάμεσα στο κάνω ή δεν κάνω, λες και ο χρόνος σου χαρίζεται για πάντα.
Κι όμως…
Του εδώ, της αφοσίωσης, του μαζί και του μοιράσματος, της επιθυμίας και της ορμής… 
 Φοβάσαι, το "Για πάντα" τους.
Της έντασης, του πάθους, της εμμονής του έρωτα, της ατέλειας το νόημα,
της ευθύνης το αίσθημα, του ακαταμάχητου την ανιδιοτέλεια, της ανοχής του λάθους, της αγάπης, της χιλιο-ειπωμένης… 
 Φοβάσαι, το "Για πάντα" τους.
Μα κάποιοι από "εμάς", φίλε μου, ήμασταν πεινασμένοι πριν να γεννηθούμε.

Έχει ρε ο κύκλος τελειωμό; Έτσι κι η ψυχή.
Στο λέω, πάντα θα υπάρχουν εξαιρετικές και θριαμβεύουσες ψυχές (να) πίστης.

Γι’ αυτό κι εγώ, πάντα θα πιστεύω και θα προσδοκώ το "πάντα".
Όσο, κάποιος, με κοιτάζει μες’ στα μάτια και συμβαίνει κάτι μέσα του…
Τόσο θα είναι το "πάντα" μου.
Όσες οι καταβυθίσεις και τα πετάγματά μου,
μέσα στο "λόγο" το δικό του…
Τόσο θα είναι το "πάντα" μου.
Όσο ορκίζομαι στο βλέμμα, την μυρωδιά, την αγκαλιά και το όνομα του…
Τόσο θα είναι το "πάντα" μου.
Τόσο όσο… Και το δικό του "πάντα".
Τόσο όσο, ορίζει την γραμμή, το φως και την σκιά του εαυτού μου… Για πάντα.

Τώρα… σταμάτησα να βλέπω το παιδί, την κουρτίνα, τους άλλους, να σκέφτομαι…
Και άρχισα να νιώθω θάλασσα. Τόσο όσο… Για πάντα.